Συναντήσεις με τον Τηλέμαχο

Συναντήσεις με τον Τηλέμαχο

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012



Διανοούμενο κρυφτό και βήματα μπρος-πίσω (μέρος Α')

του Δημήτρη Τζουβάνου
1.  Απολιτίκ  αδιανόητα 
Εν μέσω πολιτικών εξελίξεων, ανακυκλώσεων κι αδιεξόδων των τελευταίων μηνών, είναι ανάγκη να επανέλθουμε στο κεντρικό πολιτικό πρόβλημα και τα ευρωτεκταινόμενα που το πλαισιώνουν, προσπαθώντας να διαμορφώσουμε στοιχειώδεις όρους ευηκοίας.  Η  κατανόηση των πραγμάτων της περιόδου που όπως πάντα εμφανίζουν αντιφατικές και συγκεχυμένες όψεις, αλλά κυρίως η έμπρακτη συμμετοχή στη διεξαγόμενη κοινωνικο-πολιτική μάχη απαιτούν μια τέτοια αποσαφήνιση. Ιδίως όταν στό πλαίσιο της μάχης αυτής η συστημική συσκοτιστική προσπάθεια εντείνεται, συναντώντας κάποιες κοινωνικές αντιστάσεις αλλά κυρίως συναντώντας κι αξιοποιώντας την ιδεολογοπολιτική βαβέλ της κοινωνικής συνείδησης.  Στη βαβέλ αυτή, εύκολα μπορούν να εντοπιστούν τα κύρια ιδεολογικά στοιχεία που διαμορφώνουν τα όρια στον κοινό Λόγο και Πράξη, και που μπορούν να συνοψισθούν στη νεωτερική αλλοτρίωση που διακατέχει την κοινωνική συνείδηση, αν και η αργή χειραφετητική διαδικασία φαίνεται να ‘χει ξεκινήσει.  Ο μηχανοϋλιστικός  θετικιστικός προοδευτισμός σε διάφορες παραλλαγές και διαβαθμίσεις, διεσπαρμένος στο αλλότριο ιδεολογοπολιτικό τοπίο της «δεξιάς-κεντρώας-αριστερής» πολιτικής γεωγραφίας, έχει σωστά ως τώρα στοχοποιηθεί απ’ τις πιο προχωρημένες φωνές - καταγράφονται έτσι τα πρώτα σημαντικά απ-αλλοτριωτικά βήματα.
Δυσκολότερα μπορεί να επισημανθεί ένα επίσης βασικό ιδεολογοπολιτικό στοιχείο ως οριακός παράγοντας, ιδιαίτερα όμως κρίσιμο αφού ακριβώς αφορά τις πιο προχωρημένες αυτές φωνές, επομένως και το όριο των κοινωνικών προσανατολισμών ευρύτερα, δηλ. το όριο της έμπρακτης κριτικής-συμμετοχής στα πράγματα. Πρόκειται για την έλλειψη πολιτικότητας στο χώρο της (μη στενοκομματικής) Διανόησης, την αδυναμία δηλαδή να κατανοηθεί εκεί οτι η αξιοποίηση (έμπρακτη αξίωση) των ιδεολογικών κατακτημάτων, αλλά και η περαιτέρω εν κοινωνία ανέλιξή τους, συντελείται στο πεδίο του Πολιτικού και δη στο ειδικότερο έδαφος της πολιτικής εξουσίας.  Δεν πρόκειται εδώ για την ειδικότερη ( κι αναγκαία, περαιτέρω ) στάθμιση των διαλεκτικών βημάτων ανάμεσα στα της ιδεολογίας και της πολιτικής, σε διάκριση μάλιστα απ’ ο,τι αλλοτριωτικό, συστημικοδιαχειριστικό, ή τακτικομετωπικό θεωρείται «πολιτική».  Ούτε για τις αποστάσεις απ’ την υπερβολική πολιτική τριβή που υπαγορεύει ο αναγκαίος εργασιακός καταμερισμός κι ο αντίστοιχος φόρτος ακαδημαϊκών, θεωρητικών, καλλιτεχνικών κτλ. καθηκόντων.  Πρόκειται για τη συνολική παράκαμψη της πολιτικής, εν μέσω άγνοιας, θεωρητικισμού, εκλεκτικισμού, ναρκισσιστικής ιδεο-λογίας, παράκαμψη που συνοδεύεται συχνά από «πολιτικές παρεμβάσεις» που η αστοχία τους συναγωνίζεται την προκαλούμενη σύγχιση όσο και την δια ψευδοπολιτικού αρραβώνος απόκρυψη (κι αυτο-απόκρυψη) της ίδιας αυτής ταυτότητας ως α-πολιτικής.  Iδιαίτερα, αν κι όχι αποκλειστικά, για το μείζον τμήμα της ανώτερης διανόησης, πρόκειται για την επιλογή ρόλων με κριτήριο όχι την προσωπική  σύν-ταξη στο κοινωνικό σώμα και τις ανάγκες του (κοινωνική οργανοποίηση της διανόησης) αλλά την διασφάλιση καθεστωτικών επάθλων (ψευδο-διακρίσεων, καταχρηστικά αυθεντικού λόγου, προνομίων κτλ. ) σε προστατευμένους χώρους τομεακής καριέρας, όπως υπαγορεύει κι ο καθεστωτικός κοινωνικός κατακερματισμός.  Φυσικά η αυτεπίγνωση για όλα αυτά, οι πιέσεις των περιστάσεων, η εν υποβάθρω ψυχοπαθολογία, το ταρατατζούμ κατά περίπτωση πάθος του ευκολοκάπηλου μπαλκονιού, η ανυποψία ότι εισήλθαμε σε εποχή αποκαλύψεων που δεν κωλώνει μπροστά σε παντοειδή φο-μπιζού, η γκάμα στην κατεύθυνση του καλάμου (απ’ τα δεξιότατα ως τ’ αριστερότατα…), η αμεσότητα κι ο βαθμός υπαλληλοποίησης στην υπηρεσία βαρβαραγράμματων πολιτευτών,  κτλ. ποικίλουν εντός του αξιοσέβαστου αυτού σώματος.  Όπως ποικίλουν και τα ουσιαστικά και πολύτιμα πνευματικά άρματα που διαθέτει (προς κοινωνική αξιοποίηση, δηλ.) ο έρμος αυτός χώρος πλάϊ στα σκουριασμένα του, αυτά που χρειάζονται σφυριές – απ’ οπουδήποτε βεβαίως.

Η πρόθεσή μας εδώ δεν ήταν μια συνολική κριτική στη διανόηση – το θέμα αυτό, μάλιστα πέραν αναμασημένων κι αναποτελεσματικών επισημάνσεων, έχει μέλλον και ορισμένως προτεραιότητα στην αρχόμενη διαδικασία έπαν-υποκειμενοποίησης της κοινωνίας, αλλά δεν αφορά αυτό το άρθρο.   Η πρόθεσή μας ήταν να γίνουν οι απαραίτητες ελάχιστες νύξεις ώστε να καταστεί εν συνεχεία δύσκολο το  «πνευματικό κρυφτούλι» που παίζουν θεωρητικοί, τηβενοφόροι, παπαδεροί, τεχνοθεραπευτές κτλ. ενώπιον της πολιτικής και των κεντρικών της επίδικων, διαφεύγοντας προς το πουθενά.  Μια τέτοια διαφυγή – οποιασδήποτε μορφής, απ’ τη θορυβώδη σιωπή έως τον σχολαστικό αντίλογο στον ψαχνό λόγο - επιδιώκουμε να αποτρέψουμε εδώ, για τις ανάγκες και τους στόχους αυτού του άρθρου.  Κι αυτό, γιατί είναι πλέον καιρός να γίνει συζήτηση πολιτική, πράγμα δύσκολο για την εν πολλοίς απολιτική και ξενερωμένη σε τέτοιους τόπους διανόηση –  και είναι η πολιτική συζήτηση κάτι πολύ περισσότερο απ’ τη συζήτηση ή τα άσφαιρα σχόλια για την πολιτική, όπου και το στοιχείο της, οι ψευδοκοινωνικοί ρόλοι της και η υπαρξιακή χαρά της.
Χρειάζεται εδώ, χωρίς περιστροφές, να τονισθεί οτι τα κοινωνικά ζητήματα είναι πάντοτε πολιτικά, έχουν δηλαδή ως οργανική την πολιτική τους όψη. Κι αυτό, οχι μόνον με την έννοια των πολιτικών καταστάσεων στις οποίες  κοινωνικές σχέσεις και προσωπικοί προσανατολισμοί αναπτύσσονται, ανεξάρτητα απ’ το γεγονός οτι το κινούν άνω-θρώσκον στοιχείο, ως υπεριστορικό χάρισμα στον άνθρωπο δεν ανάγεται στην πολιτική.   Αλλά κυρίως με την (συνακόλουθη) έννοια ότι οι όποιοι ιδεοπροσανατολισμοί οφείλουν να διαθέτουν ως στοιχείο διαρκούς ανθρώπινης απ-αλλοτρίωσης, το πολιτικό τους «δια ταύτα», την έμπρακτη-αξιωτική τους πραγμάτωση-μεταγραφή  στο πεδίο των βιούμενων σχέσεων, δηλ. στο πεδίο του «φυλασσόμενου πολιτεύματος». Φυσικά η πολιτικότητα ( με την ως άνω έννοια ) στην ανθρώπινη κατάσταση, δεν εξαντλείται στο θέμα της πολιτικής εξουσίας – ο χώρος πράξεων και σχέσων, χώρος πολιτικός, είναι ευρύτερος.  Ομως, ακόμα και σε περιπτώσεις (ιστορικές συγκυρίες) που ο χώρος αυτός μπορεί να προσφέρεται κυρίως εκτός του πεδίου της πολιτικής εξουσίας, παραμένει πολιτικός και σε στενή σχέση με την πολιτική εξουσία, εσαεί σχέση μεταπλαστική ( με το καλό ή με το άγριο, άμεσα πολιτικά ή ιδεοπολιτικά κτλ ), σχέση δηλ. απ-αλλοτριωτική.
Η πολιτική ως εκ τούτου δεν αφορά συγκυριακό συμπλήρωμα πνευματικών ασκήσεων ορθοτόμησης, ούτε παίγνιο οδήγημα αυτάξιων θεωρημάτων, ούτε βέβαια αποτελεί τα μάταια ή εκφυλισμένα περίχωρα οποιουδήποτε αναχωρητικού ψευδαναπληρώματος. Αποτελεί έμπρακτο ανθρωποποιητικό στοιχείο, στα εσώτερα του οποίου οφείλεται εντρύφηση, βάσανος και μαθητεία, μακράν παντός είδους παγανιστικών υπεκφυγών, οι οποίες και χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα τα πλέον «πνευματικά» διαμερίσματα της διανόησης – τα μαρξικά περί οπίου του λαού δεν είναι τελείως άστοχα.  Ετσι πχ. οφείλει να δει κανείς ότι η «πνευματικότητα» έχει αντίκρυσμα στο άμεσο δια ταύτα, αν κι όχι με όρους ουράς του γνωστού «μαζικού κινήματος». Ομοίως ότι η «καρτερία» επέχει θέση έμπρακτης ελπίζουσας επιμονής κι αποτελεί στοιχείο οικονομίας των πρακτικών (= πολιτικής, εν χωροχρονική συγκυρία), κι οχι στοιχείο αποδοχής απάνθρωπων καταστάσεων με άλλοθι τα πολύμορφα ξόρκια.  Ομοίως, ότι  η επί γης ειρήνη διέρχεται δια μαχαίρας ενδεχομένως, συχνά-πυκνά μάλιστα υπο σταυρονικηφόρα λάβαρα – το θέμα της αναγκαίας οικονομίας εδώ απαιτεί φώτιση μεν, περί την πολιτική δε.
Επαναλαμβάνουμε ότι οι παρατηρήσεις αυτές, σκοπό έχουν την υπογράμμιση της ανάγκης της πολιτικής, ιδιαίτερα σε τμήμα της διανόησης το οποίο ανθρωπολογεί (κι όχι μόνον) έχοντας πραγματοποιήσει πολύτιμες καταθέσεις, απέχει ωστόσο της πολιτικής (ουσίας) και της αναγκαίας προβληματικής, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο τόσο στην αναπαραγόμενη βαβέλ όσο και στην αλλότρια εξουσία.  Τουτέστιν μέγα κρίμα – ως κάθε εθελούσιος μισός λόγος - αφού μάλιστα απ’ τους κόλπους της διανόησης αυτής εκπορεύεται η πιο καταλυτική ιδεοκριτική στο αλλοτριωτικό χάλι του καιρού μας.
2.  Ξανά στο Κεντρικό Πολιτικό Ζήτημα 
Στο χώρο που τα παραπάνω ενδεχομένως βοηθούν την απαραίτητη πολιτική επικέντρωση να αναπνεύσει, θεωρούμε οτι σύμπασα η κοινωνία και κατά εύλογη προτεραιότητα η διανόησή της οφείλει μιά απάντηση  στο εξής ερώτημα.  Ποιό είναι το Κεντρικό Πολιτικό Αίτημα της περιόδου  ;
Πριν απαντήσουμε σ’ αυτό θα σημειώσουμε ακόμα κάποια πράγματα. Μιλούμε για Πολιτικό Αίτημα, ανεξάρτητα απ’ τα παράλληλα ή ορισμένως προαπαιτούμενα ιδεολογικά, θεωρητικά κτλ. βήματα  (πχ. ελάχιστη κατανόηση της κρίσης όχι μόνο στις πολιτικές ή οικονομικές αλλά και στις πολιτισμικές, ιδεολογικές κτλ. διαστάσεις της, συνολικότερες αναθεωρήσεις, ελάχιστες ειδικότερες επεξεργασίες κτλ. ).  Και μιλούμε για Κεντριικό Αίτημα, με υπ’ όψιν οτι η πολιτική δεν ανάγεται μέν σε ένα μοναδικό Αίτημα, στο βαθμό όμως που αφορά την Εξουσία, ακριβώς ανάγεται στην έξαρση ενός Κεντρικού ζητήματος περί το οποίο οι κοινωνικές δυνάμεις συγκλίνουν εν ετερότητι κατά τα άλλα, τόσο συνεισφέροντας στο ειδικότερο περιεχόμενό του, όσο και ανατάσσοντας τά αλλότρια αλλά και νοηματοδοτώντας τα ανθρώπινα πλήν εν πολλοίς έωλα άνευ αυτού προτάγματά τους.
Περαιτέρω, ο προσδιορισμός του Κεντρικού Πολιτικού Αιτήματος,  έχει θεωρητικά, εμπειρικά και μεθοδολογικά προαπαιτούμενα, τα οποία δεν θα μας απασχολήσουν εδώ όπου και θα αρκεστούμε στις εξής επιγραμματικές επισημάνσεις :
α) Προαπαιτεί ορισμένη χειραφέτηση απ’ τα αρτηριοσκληρωτικά-κανονιστικά-φαρισαϊκά ενός πολύμορφου συντηρητισμού, καθως κι αντίστοιχη χειραφέτηση απ’ τα χυδαιουλιστικά, ψευδοστρατηγικά και τακτικομετωπικά ενός κακοποιημένου μαρξισμού  κι ενός πολιτικού προοδευτισμού – κεϋνσιανοφιλελευθερισμού που βγάζει φλάς αριστερά και στρίβει δεξιά, εγκλωβισμένου στην Δ-Κ-Α πολιτική γεωγραφία, κι ανύποπτου για την ανάγκη και δυνατότητα διεξόδου επι τα άνω.
β) Απαιτεί ανοχή στην αναγκαία ετερότητα των απόψεων αλλά και ρήξεις εν ενότητι, πάντοτε στην προοπτική αναδιατάξεων κρίσιμων για την όντως σύγκλιση, με όρους θεωρητικού διαλόγου κι εμπειρικής κριτικής.
γ) Απαιτεί ειδικότερη θεώρηση των διεθνών κι εθνικών  κοινωνικών και οικονομοπολιτικών πραγμάτων της περιόδου – στα ζητήματα αυτά έχουμε εκτενώς αναφερθεί αλλού, καθώς και ειδικότερα στο «Αντίφωνο»  σε  2  παλιότερα άρθρα μας.
δ) Οπως κι αν έχει ο προσδιορισμός του Κεντρικού Πολιτικού Αιτήματος, αυτό τελικώς τοποθετείται εν πολλοίς σε αντιδιαστολή με τις αντιπροτεινόμενες εναλλακτικές του, εν οικονομία ορισμένως πλην χωρίς να αφήνει περιθώρια παρελκύσεων. Μ’ άλλα λόγια, το Κεντρικό Πολιτικό Αίτημα είναι μεν το πλέον ενοποιητικό δυνάμει, αλλά και το πλέον διαγκωνιστικό (εγείρον αξιώσεις ηγεμονίας, κι ούτως ενοποιητικό, κι ουχί δια μπακαλοπαζαριών ) μεταξύ σχετικών εναλλακτικών. Φυσικά αυτό δεν τεκμηριώνει το δίκιο του πιο καυγατζή, αλλά το αδιέξοδο του γλυκανάλατου στασιμοπληθωριστικού πολυλόγου που αξιώνει καθεστωτική διαιώνιση.
ε) Το Κεντρικό Πολιτικό Αίτημα δεν αφορά την ψευδεπιστήμη των αντικειμενικών νομοτελειών ούτε την ψευδεκλογίκευση ενός υποκειμενίστικου-εγωϊστικού βολουνταρισμού, ούτε ιστορικούς συμβιβασμούς ανάμεσα στα «εσχατέλεια» και τα «ανώριμα», ούτε εκλεκτικισμούς και τυπολογίες «ιδανικών» φαντασιώσεων.  Αφορά το βλέπω-θέλω του υποκειμένου, εν κοινωνία και προσωπική ευθύνη, όπου και οι αστοχίες εγγράφονται εξ ορισμού στα προκαταρκτικά της ευστοχίας και της διεξόδου.
Το Κεντρικό Πολιτικό Αίτημα ( Ζήτημα ) σήμερα, αφορά το Πολιτικό Σύστημα, δηλ. την απ-αλλοτρίωσή του σε βάθος. Πρόκειται για Δημοκρατική στόχω και μεθόδω αλλαγή του πολιτικού συστήματος σε βάθος – για άλμα Βαθειάς Δημοκρατίας – με βασικό επίδικο την εκτεταμένη απ-αλλοτρίωση των εκπροσωπευτικών θεσμών σε πολιτειακό και (πολυ)κομματικό επίπεδο.  Σχετικά με το αναγκαίο-εφικτό βάθος δήμευσης της αλλότριας εξουσίας και τις ειδικότερες σχετικές θεσμίσεις προς τούτο, έχουμε αναφερθεί αλλού αναλυτικότερα. Εδώ θα επαναλάβουμε απλώς οτι το ζήτημα τίθεται ως «Εδώ και Τώρα»,  ως άμεσο ζήτημα για τη διανυόμενη περίοδο της κρίσης, δηλ. ως  αναγκαίο βήμα για την ουσιαστική απόδοση κάθε άλλης κοινωνικής προσπάθειας (περιλαμβανομένων των θυσιών και της απάντησης στην οικονομική κρίση), ως αναγκαίο κεφαλόσκαλο στην εθνική (και διεθνή, συνακόλουθα)  κοινωνική απάντηση στα συστημικά αδιέξοδα, κι ως άμεσο εφικτό στοίχημα στους διαμορφούμενους διεθνείς κι εθνικούς όρους.

Περισσότερο απ’ την αναλυτικότερη αναφορά στο περιεχόμενο του Αναγκαίου Πολιτικού Συστήματος ( αναφορά που επαναλαμβάνουμε έχει γίνει σε προ καιρού αρθρογραφία ) το ζήτημα αποσαφηνίζεται μέσα απ’ τις αντιδιαστολές του. Πράγματι, ενώ ως κεντρικός πολιτικός ελκυστής, συνδέεται πολύμορφα με μια σειρά αναγκαία, επισημαινόμενα και ανατακτέα της πολιτικής, το πρόταγμα του αναγκαίου πολιτικού συστήματος αντιδιαστέλλεται αποφασιστικά από διακινούμενα εναλλακτικά πολιτικά προτάγματα. Και η αντιδιαστολή αυτή είναι αναγκαία, είτε τα προτεινόμενα αυτά διατυπώνονται με επίγνωση ότι προτείνονται ως κεντρικά αιτήματα, είτε (συνηθέστερα) αποτελούν στοιχεία μιας χύμα πολιτικολογίας και πολιτικοπραξίας.  Θα ξεκαθαρίσουμε λοιπόν ότι το κεντρικό πολιτικό ζήτημα, ως αφορά την αποψή μας, αντιπαρατίθεται με σαφήνεια σε στοχεύσεις για επιστροφή στην «εθνικολαϊκή» παροχο-αντιδεξιά πολιτεία, ή για  εγκατάσταση μιας (δήθεν, τελικώς) εκλογικευμένης-εκσυγχρονισμένης-δικαιοκρατικής-αποτελεσματικής αλλοτριεξουσίας  ή τέλος στην «πραγματική αλλαγή» τύπου σταλιναριστεράς σε όλες τις παραλλαγές της.  Αντιπαρατίθεται επίσης με σαφήνεια σε τυπολογικού χαρακτήρα φαντασιώσεις, επιστημονικοφανώς  ή κινηματικά διατυπωμένες, όπως η «real democracy», η «άμεση δημοκρατία» ή «το ιδανικό πολίτευμα».  Αντιπαρατίθεται τέλος σε μια σειρά εναλλακτικές επικεντρώσεις όπως η μεταξύ καπηλείας κι αφασίας επικέντρωση στην «εθνική ανεξαρτησία», οι βυζαντιναταβισμοί «βαλκανοκοινοτικού» τύπου, η αυτοκτονική και καθεστωτικότατη επικέντρωση στο «αντιμνημονιακό μέτωπο», η κλεπτολαϊκιστική επικέντρωση στα «αντικλεπτοκρατικά» η μιζεροψυχάρικη και τακτικίστικη επικέντρωση στον «αντιγιωργακισμό» κι ακόμα μια σειρά περιφερειακές, εκτρεπτικές και σαφώς (μικρο)υποκειμενίστικες επικεντρώσεις σε πιασιάρικα δημοψηφίσματα, «προεδρικές δημοκρατίες» κτλ.
Η άνω αντιπαραθετική σκιαγράφιση του προτεινόμενου προτάγματος, καθόλου δεν απαξιώνει ασυζητητί ο,τιδήποτε σχετικό κατατίθεται, δεν κρύβει όμως ότι διεκδικεί χαρακτήρα κεντρικού πολιτικού ελκυστή με τα εναλλακτικώς ή άλλα προτεινόμενα να αφομοιώνονται εκεί καταλλήλως.  Κάτι τέτοιο ίσως δημιουργεί αισθήματα αγανάκτησης στους σεμνότυφους, τους απολιτίκ φιλελελεύθερους και τους αποψίες κάθε είδους και ψυχολογίας. Όμως, με κάθε σεμνότητα αλλά και διάθεση  υπευθυνότητας απέναντι στα πράγματα, πρέπει να πούμε ότι είναι καιρός στη χώρα να μιλήσουμε πολιτικά με σοβαρότητα. Κι αυτό ουσιαστικά σημαίνει κυρίως επιδεκτικότητα αναθεωρήσεων εντός του διαμορφούμενου υποκειμενικού σώματος, ισηγορία κατ’ οικονομία και σε πλήρη σύνδεση με την ανάγκη των αναθεωρήσεων, ενώ φυσικά κάθε αξίωση ατεκμηρίωτης αυθεντίας ή και ισοκυρίας λόγου πρέπει να τελειώνει το ταχύτερο ως αντιεπιστημονική κι αντικοινωνική.
 3.  Τα Πως,  και τα Βάρη
Υπάρχει φυσικά περαιτέρω, όπως σε κάθε πολιτική πρόταση, το ζήτημα του Πώς, του πώς δηλ. όντως κάτι τέτοιο μπορεί να πραγματοποιηθεί (επιβληθεί απ’ την κοινωνία).  Σημειώνουμε κατ’ αρχήν ότι οι ίδιες οι δημοκρατικοσυμμετοχικές προδιαγραφές του Τι  μπορούν (δυνάμει, πάντοτε, εντός της περιόδου ωστόσο) να εξασφαλίσουν τη μείζονα κοινωνική στήριξη συγκριτικά με οποιαδήποτε εναλλακτική διεξόδου, σε εθνικό και διεθνές πλαίσιο, όπως μπορούν να πιστοποιήσουν οι ΚΑΤΑΛΛΗΛΕΣ αναγνώσεις των κοινωνικών διαθέσεων και των διεθνών συστημικών αδιεξόδων – κι εδώ έχουμε αναπτύξει αλλού τις απόψεις μας.  Παρ’ όλα αυτά, το ως άνω «δυνάμει» δεν αγνοεί εγχώριες και διεθνείς αντιστάσεις, ακόμα και «φίλιες» της αλλοτρίωσης και της σχετικής πέριξ πολιτικής ψυχοπαθολογίας.   Εδώ, είναι κρίσιμος ο ρόλος της Διανόησης ( δηλ.του καθενός εκ του πληρώματός της, προσωπικά) σε ένα ανιόντα κι επαναληπτικό κύκλο  Απαντήσεων, Κοινωνικού Προσανατολισμού, κι Επανάθεσης του ερωτήματος του ΠΩΣ απ’ την κοινωνία, με όρους που επιδέχονται λιγότερο «δυνάμει» και περισσότερο «απτές» απαντήσεις.   Στον κύκλο αυτό ειδικότερα όσο και κρίσιμα ζητήματα, ιδιαίτερα δε το ζήτημα της πολιτικής άρθρωσης του υποκειμένου στο πολυκομματικό τοπίο, οφείλουν την ανάλογη θεωρητική και πολιτική διερεύνηση, σε απόσταση απ’ το «σωστό κόμμα» αλλά και το άναρθρο κίνημα. Ας σημειωθεί επίσης, οτι το  ΠΩΣ αυτό στις λεπτομέρειές του συναρτάται και με ειδικότερες συγκυριακές εξελίξεις των οποίων η πρόβλεψη δεν είναι τάξης θεωρίας ή και στρατηγικής κι οπωσδήποτε η αξιοποίηση τους συναρτάται με την ανάδυση πλέον (αξι)έμπιστων πολιτικών μορφωμάτων και κοινωνικών ηγεσιών.
Παραμένει φυσικά το ερώτημα αν η Διανόηση μπορεί να αναλάβει ένα τέτοιο ρόλο.  Υπάρχει εδώ μια θεωρητική απάντηση και μια ειδικότερη εκτίμηση των πραγμάτων.  Η θεωρητική απάντηση είναι πώς η Διανόηση οχι μόνον μπορεί να προσανατολίσει πολιτικά την την κοινωνία, αλλά κι οτι μόνον έτσι μπορεί ουσιαστικά να ορισθεί ως οργανική.  Περαιτέρω η δυνατότητά της αυτή τεκμηριώνεται ιστορικά αλλά και νομιμοποιείται (ανα)θεωρητικά, πάντα απ’ την άποψη μιας (αναγκαίας) θεωρίας που δεν παρακάμπτει ούτε την κοινωνική συνείδηση (άρα και το στοχασμό) ούτε την ανθρώπινη ελπίδα ( αρα και το μισογεμάτο, αντί μισοάδειο, της διανόησης )  ως βασικές παραμέτρους της κοινωνικής πορείας, ό,τι κι αν λέει ο ψευδοταξικός μηχανο-θετικισμός.  Μια τέτοια απάντηση βεβαίως ούτε θεωρεί «ενιαία κι ομοφρονούσα» τη Διανόηση, ούτε αγνοεί τις ανάγκες προηγούμενων εσωτερικών ρήξεων κι οργανοποίησης του εν πολλοίς αλλοτριωμένου πληρώματός της,  ούτε θεωρεί μονοσήμαντη την αλληλεπίδραση Διανόησης και ευρύτερης Κοινωνίας.  Το θέμα αναλυτικότερα, και δή οχι τόσο το άν, αλλά κυρίως το ΠΩΣ θα πειθαναγκαστεί η Διανόηση να αναλάβει τα βάρη που της αναλογούν, δεν αφορά το παρόν άρθρο, ενώ ασφαλώς αποτελεί βασική πτυχή μιάς (ανα)θεωρίας υποκειμενοποίησης (και πολιτικής, εννοείται). Μια τέτοια θεωρία αναγκαιεί για την επόμενη περίοδο –  εδώ πέρα απ’ τα παντοειδή κλασικά κείμενα έχουν ήδη κατατεθεί κι από σύγχρονους έλληνες στοχαστές ( πχ. Θ.Ζιάκας ) σημαντικότατα προλεγόμενα στο ζήτημα, ενώ κι ο γράφων ίσως επιχειρήσει εν καιρώ ορισμένη σημειακή συνεισφορά, κατά δύναμη.
Η ειδικότερη εκτίμηση σχετικά με την ετοιμότητα της Διανόησης για πολιτικά προσανατολιστικό ρόλο στην τρέχουσα  συγκυρία είναι λιγότερο επαινετική.  Πράγματι η ελληνική Διανόηση ( και η Διεθνής, οπωσδήποτε ) την περίοδο που προηγήθηκε απ’ την κρίση και μερικές δεκαετίες πρίν έχει σημαντικές καταθέσεις στοχασμού, τουλάχιστον σε μια μικρή μειοψηφία εκπροσώπων της.  Εξ όσων όμως γνωρίζω, την περίοδο της κρίσης, της ραγδαίας επιτάχυνσης του πολιτικού χρόνου και της ιδιαίτερης ανάγκης προσανατολισμού, η συνεισφορά της υπήρξε πενιχρή.  Φυσικά, οι επεξεργασίες που είχαν προηγηθεί επέτρεψαν να τεθούν στο ευρύτερο ακροατήριο που διαμόρφωσε η κρίση ερωτήματα κι απαντήσεις ανθρωπολογικής ουσίας με άμεσες επεκτάσεις στα τεκταινόμενα και πρακτέα.  Ιδιαίτερα τα ζητήματα του κοινωνικού ξεσαλώματος που προηγήθηκε και που απαιτεί ανατάξεις εν γένει, έχουν κινηθεί μερικώς στον Κοινό Λόγο, είτε στη συνέχεια των άνω επεξεργασιών είτε μέσα απ’ το ανεξάρτητο μισοξύπνημα μέρους της μεσαίας διανόησης, αν και συχνότερα με την επικίνδυνη μορφή της ηθικολογίας.  Σε κάθε περίπτωση όμως, περαιτέρω, η Διανόηση απέτυχε πλήρως ως τώρα να θέσει με ευκρίνεια το Κεντρικό Πολιτικό Ζήτημα, όπως φυσικά απέτυχε παταγωδώς να προτείνει μια διέξοδη Οικονομική ματιά. Πριν θυμίσουμε, για καλό σκοπό βεβαίως, τα σχετικά οικτρά, ας σημειώσουμε ότι το πιο πάνω «εξ όσων γνωρίζω» δεν αποτελεί απόπειρα ξεκαρφώματος εν συκοφαντία, παρά οφειλόμενη εξαίρεση σ’ όσες τυχόν εύστοχες κι αδύναμες φωνές καλύφθηκαν μέσ’ την οχλοβοή ή συνάντησαν τη δική μου τύφλα.  Όπως και να ‘χει, Πολιτικές προτάσεις κοινωνικά προσανατολιστικές-αποδεκτές-εφικτές και ταυτόχρονα ανατακτικές κι επικίνδυνες για το καθεστώς, δεν περίσσεψαν – ούτε κι αυτιά. 
Η ανετοιμότητα αυτή της Διανόησης δεν αφορά μόνον τις δυσκολίες μιας ιδεο-θεωρητικής παραγωγής που λίγο-πολύ επωμίζεται την ανάταξη ημαρτημένων άνω του αιώνος και την αποκρυπτογράφιση των δρόμων του νέου αιώνος.  Ούτε περαιτέρω, τη «φυσιολογική» καθεστωτική συμπεριφορά μιας διανόησης του δηλωμένου φιλελεύθερου ατομισμού.  Αφορά, ειδικότερα για το πιο παραγωγικό, ελπιδοφόρο κι οργανικό τμήμα της, το κρίσιμο αλλοτριωτικό στοιχείο της α-πολιτικότητας την οποία κι ενδύεται ο εν τω βάθει αλλότριος υποκειμενισμός για να αποφύγει τις αναγκαίες αναδιατάξεις που η πολιτικότητα συνεπάγεται, αναδιατάξεις που θίγουν άμεσα τα υπαρξιακά εκεί χαζοstatus.  Βεβαίως σε τμήματα της διανόησης αυτής ( όπως πχ. ορισμένως σε κομματικά τμήματα ) α-πολιτικότητα, τουλάχιστον με κάποια έννοια, προφανώς δεν μπορεί να καταλογισθεί.  Πράγματι, ο κομματικός υποκειμενισμός, ενδύεται την πολιτικότητα, εξ ού και οι πολιτικές πλατφόρμες που εκπορεύονται από κει όζουν στενοκομματισμό, κολλήματα και προσωπικές ματαιοδοξίες που πασχίζουν να συναντηθούν με τα κοινωνικώς αναγκαία ( καταλλήλως μετασκευαζόμενα ) για να λαθρεπιβιβαστούν επ’ αυτών.  Τέτοια πολιτικότητα. 
Κλείνοντας το σημείο αυτό, διευκρινίζουμε ότι δεν επιχειρήσαμε εδώ μια ανατομία της ανετοιμότητας της διανόησης, μιας κι αυτή δεν αφορά το παρόν άρθρο, αλλά επιχειρήσαμε να επισημάνουμε δι ολίγων δυό βασικά (και συνδεδεμένα μεταξύ τους) σημεία απ’ τα οποία περνά η άρση αυτής της ανετοιμότητας.  Το πρώτο, που πολύ αδρά επισημάναμε, είναι τα απαραίτητα ιδεο-θεωρητικά, κυρίως όμως τονίσαμε το δεύτερο, την υπέρβαση του απολιτίκ σκηνικού της διανόησης που συνιστά και το πιο ζόρικο επίδικο, ακριβώς επειδή απαιτεί ξέβολες εσωυποκειμενικές αναδιατάξεις κι επιδεκτικότητες.
4.  Αυτογνωστικές υπενθυμίσεις στα οικονομικά
Στα οικονομικά, οι νεοφιλελεύθερες εμμονές ενός αντικοινωνικού νοικοκυριού, όπως διακινήθηκαν από βολεμένους  κι επιστρατευμένους τραπεζακαδημαϊκούς, είχαν σαν ισάξιο εν διαψεύσει αντίπαλο μόνον τα ακαδημαϊκά-λαϊκιστικά κεϋνσιανά της ουράς - μια άθλια αναπτυξιολογία όπως η πίσω απ’ την κρίση επί δεκαετίες, που σώπασε παρέα με τα διεθνή νόμπελ μπροστά στα αδήριτα για ένα διάστημα, για να ξαναβγάλει κεφάλι τελευταία μέσα απ’ τις στάχτες της διετίας – ο διανοούμενος παρασιτισμός της «άποψης» και της «εγκυρότητας» εν πλήρει δράσει.  Αυτό που πρέπει να τονισθεί εδώ, για όποιον θέλει να δεί, είναι ότι ως τώρα δεν διαψεύσθηκε μόνον η «μνημονιακή πολιτική λιτότητας» αλλά κυρίως ο κεϋνσιανός αντίλογος σ’ αυτή, βέρμπαλ κι έμπρακτος, μέσα απ’ τον υπονομευτικό μηχανισμό της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Για την κατανόηση του κρίσιμου αυτού σημείου δε μπορούμε εδώ να σταθούμε αναλυτικά και πρέπει να παραπέμψουμε σε από 3ετίας αρθρογραφία μας ( κυρίως «Κρισιολογία..» & «Λογαριασμός…» στο «Κρίση κι Απόκριση, 2010» - εκδόσεις & ιστοσελίδα «Φυλλομάντης» ).  Αλλά και πέραν αυτού, ειδικότερα για τα «αντισυστημικά οικονομικά» έχει ήδη καταρρεύσει η «καζινοκαπιταλιστική» ερμηνευτική, τόσο μέσα απ’ τις συστημικές εξελίξεις και πολιτικές που αυτές κυρίως πιέζουν αεριτζήδες και νταλάρες για αναγκαίες στο σύστημα «εξυγιάνσεις», όσο και κυρίως επειδή πρόκειται για «ερμηνευτική» κι όχι για «επί τα πρόσω θεώρηση» - σήκω Κάρολε να δεις  τα μυαλά της μη αλλαγής.
Πέρα απ’ τις κομβικές αυτές διαψεύσεις, λαθρεπιβιώνουν μια σειρά οικονομοπολιτικά παραρτήματα στα διαψευσθέντα επιχειρώντας να τα νεκραναστήσουν ομού με το βιοτικό πρότυπο που συνεπάγονται ενώ δυστυχώς τα παραρτήματα αυτά έχουν κάποιο περιθώριο εφαρμογής, μιας και τα ψάρια δεν τσιμπούν άπαξ το δόλωμα.  Ετσι, αριστερομπαγιάτικες δραχμοπροτάσεις, 32  ρεαλιστικές υπογραφές, (ξανά)αντί-υφεσιακές κουταμάρες και μίγματα (χειρότερα κι απ’ αυτά των σαπιοκομματικών επιτελείων ) αποκρύβουν την κοινή διάψευση του φιλελεύθερου δίδυμου ( νεο-φιλελεύθερου και κεϋνσιανου ) υπέρ ημετέρων ο καθείς, με το κρίσιμο κλίνον βάρος επαφιέμενο σε διάφορους πρετεντέρηδες. Που και που ψελίζει κανείς πως η κρίση απαιτεί πολιτική απάντηση – συνήθως εννοούν νερώνειο καθυσυχασμό του εμπιπραμένου πλήθους και κάποιον πολυκέφαλο σφετεριστή λαϊκής εμπιστοσύνης να τα συμμαζέψει επί τα αυτά, μιας και δε μπορούν να διανοηθούν υπέρβαση του συστήματος – εδώ κρίνεται η ουσία της «διανόησής» τους.
Αποσιωπούμενων των πράγματι διαψευσθέντων, αλλά και με τους πρώτους αμερικαναντίγραφους ψιθύρους τύπου «ρε τι είναι αυτά που λέμε» να σκάνε ακόμα και στη διδακτική βιβλιογραφία των ΑΕΙ, το κρυφτούλι συνεχίζεται.  Με μικροεξαιρέσεις απ’ όπου ακούγεται και κάτι πιο σοβαρό  (πχ. Γ.Τσαμουργκέλης) η τηλεπαράθυρη ιδίως οικονο-διανόησή μας διέφυγε ήδη προς το επόμενο θέμα το οποίο - ερήμην της και σε πείσμα των επικεντρώσεών της – ανεδείχθη εκ των πραγμάτων, μιας και κακοφόρμιζε από καιρό.  Όχι ανάπτυξη, αλλά Τι ανάπτυξη και Πώς, και ποιές (ανα)διαρθρώσεις πέραν των εκποιήσεων και πέραν του αντι-εκποιητικού παρασιτισμού.  Διακινήθηκαν και διακινούνται αστειότητες εδώ που περιλαμβάνουν από πατατοφυτεύσεις στα μπαλκόνια έως τουριστική οικοδομική καταπατημάτων κτλ. όπως στο αναπτυξιακό παρελθόν, πλήν τώρα με επενδυτές τύπου σουλτάν-κατάρ, δηλ. στην πεπατημένη των ποδοσφαιρικών τεκταινομένων επί το ιλαροτραγικότερον. Οσο για τη συναπαραίτητη ρευστότητα, ήδη πολλοί της οικονο-διανόησής μας γνωρίζουν ότι τα σφιξίματα θα διαδεχθεί κάποια έξωθεν πακεταρισμένη ένεση – ήδη ο κακός Σόϊμπλε προανήγγειλε ενέσεις στον ευρωνότο. Μερικοί αρχίζουν να υποπτεύονται ότι οι μερκοζί ή οι διάδοχοί τους, για λόγους ευρω-συστημικής επιβίωσης (πολιτικοικονομικής πάντοτε, κι όχι γραμμικά οικονομοαρμεκτικής, ως παπαγαλίζουν οι οικονομίστικες αριστεραπλουστεύσεις) εργάζονται τόσο σε επιθετικό όσο και σε αμυντικό ταμπλώ – άλλο η εκάστοτε κατάληξη που είναι πάντοτε ένα ειδικότερο στοίχημα εν μέσω πολλών παραγόντων με τους ιθαγενείς παρεμβατικούς παράγοντες να έχουν το μέσο βάρος μεταξύ Καρατζαφέρη και ΠΑΜΕ.  Για το λόγο αυτό η οικονο-διανόησή μας προεξοφλεί κερδοσκοπικά για την αυθεντία τους, τα μελούμενα αναπτυξιακά κι αν δεν έρθουν ή ανεπαρκέσουν, πάλι δίκιο είχαν – τα λεγαν αυτοί.  Τι έλεγαν και τι λένε ;  Εξωστρέφεια και Συγκριτικά Πλεονεκτήματα, κι Εμπορευματική Ανάλωση δηλ. όσα ορίζει ο πυρήνας της συστημικής ανάπτυξης.  ( Θυμίζουμε ότι η αναπτυξιολογία των Συγκριτικών Πλεονεκτημάτων, σε πολλούς βαριούς τόμους ορίζει ότι η ανθρωπότης θα πάει μπροστά εάν η Αφρική βγάζει μαύρους, τα Ζωνιανά μαύρο, η Ελλάς γκαρσόνια και οικονομολόγους-γκαρσόνια και Ευρώπη Μέρκελ ).  Εδώ ακριβώς θα καταγραφεί το νέο τους επιστημονικό βατερλώ.  Βεβαίως και υπάρχει οικονομοπολιτική εναλλακτική, κι εν προκειμένω η υπέρβαση του πεθαμένου  δίδυμου «αυθεντία παπαγάλων + κοινωνική ψευδοδιαβούλευση» στο δίδυμο «ψαχνές επεξεργασίες + κοινωνικοπολιτική τους οργανοποίηση».  Μιλούμε εδώ (και) για την αναδιάρθρωση της πενιχρής γνώσης τους στριμωγμένης στις συνταγές εξυγίανσης-ζήτησης, αποκομμένης απ’ τα ζωντανά εξωσχολικά κι αδύναμης να στηρίξει στοιχειώδεις διαρθρωτικούς-παραγωγικούς σχεδιασμούς, εξ ου και τα εκάστοτε χρυσοχοϊδικα φύκια φαντάζουν μεταξωτά, μπροστά τους.   Κι όμως, η οργανική (πολιτική) σχέση τους με την κοινωνία, αρχικά ως ακροατών, μπορεί να τους ανοίξει τα μάτια και να τους κάνει πυραύλους.  Μόνον αυτά τα μίγματα άλλωστε μπορεί να αποτελέσουν το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, τα λοιπά είναι ήδη προς εκποίηση.
5.  Αυτογνωστικές υπενθυμίσεις στα πολιτικά
Δε χρειάζεται να θυμίσουμε πολλά για την κομματική και παρακομματική Διανόηση σ’ ολο το κομματικό φάσμα. Η διάσωση του πολιτικού συστήματος μέσα απ’ την επιλεκτική κριτική του στραμμένη επίσης εναντίον κομματικών αντιπάλων για ειδικότερους στενοκομματικούς στόχους, εξάντλησε την προσπάθειά του.  Έχει όμως εδώ την ειδικότερη σημασία του ο ιδιαίτερος τρόπος που κινήθηκε ο ΓΑΠ ώστε θ’ αναφερθούμε σ’ αυτόν πιο κάτω αναλυτικότερα.
Ουσιαστικά η κομματική και παρακομματική διανόηση, υπό την παγκοινωνική απαξίωση και την πανμιντιακή στήριξη, προέβαλε σε διάφορα μίγματα και πολώσεις τις δυό νεκρές συστημικές γραμμές.  Την ανάγκη νεοφιλελεύθερου νοικοκυριού και μνημονιακής προσαρμογής και τα αντιμνημονιακά του κεϋνσιανού παρασιτισμού, διανθισμένα αναλόγως με εθνικές σωτηριολογίες κι εθνικές ή εθνικολαϊκές αντιτροϊκανές περηφάνειες.  Οι παλινωδίες και ασυνέπειες περί τα προβαλλόμενα, η δημαγωγία και το θέατρο, οι παντοειδείς αρραβώνες, παντρειές και διαζύγια κατά την προσπάθεια διάσωσης του πολιτικού συστήματος, είναι γνωστά και τρεχούμενα, ώστε εδώ θα κάνουμε κάποιες ειδικότερες υπενθυμίσεις που η σημασία τους μπορεί να διαφεύγει.
Θυμίζουμε πρώτα ότι η συναινετική-διασωστική γραμμή προεβλήθη απ’ το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ λειτουργώντας και ως περίσφιξη και μεταφόρτωση βαρών στη ΝΔ.  Η συναινετική περίσφιξη του ΠΑΣΟΚ υπό σύγχρονη απο-πόλωση κι επί τα άνω υπεύθυνη διέξοδο του πολιτικού συστήματος δεν βρήκε αρκετά ερείσματα στο πολιτικό σύστημα. Το ΚΚΕ, τελικώς μετά σκέψη κι εν αδυναμία υπερβάσεων,  και ο ΣΥΝ της άγριας κεϋνσιαριστεράς πλειοδοσίας βολεύτηκαν στα της καθεστωτικής αντιπολίτευσης με σημαία το αντιμνημόνιο, αν και το ΔΗΜΑΡ απόσπασμα του τελευταίου επέλεξε τη γραμμή της κεϋνσιανής ημι-συμπολίτευσης.  Γενικώς η αντιμνημονιακή αριστερά αρνήθηκε εν ιδεοπολιτική αδυναμία να σταθεί υπεύθυνα στην κρίσιμη συγκυρία, αρνήθηκε να ορίσει διέξοδα την πολιτική ατζέντα πέρα απ’ τη γραμμή μνημόνιο-αντιμνημόνιο  (νεοφιλελευθερισμός-κεϋνσιανισμός) και να αναλάβει ευθύνες κοινωνικής οδήγησης,  καιροσκοπώντας στην πρόσκαιρη, θνησιγενή κι αδιέξοδη ψηφοθηρία.  Οι αναφορές στο πολιτικό σύστημα εξαντλήθηκαν σε όσα σάπια γνώριζε πλέον κι ο τελευταίος πολίτης και σε παρέλκυση του θέματος στις ευθύνες του δικομματισμού και στην ανάγκη να «αλλάξουν οι πολιτικοί ( κομματικοί) συσχετισμοί».  Οσάκις αναφέρθηκαν σε αλλαγή πολιτικού συστήματος, εξ ανάγκης φυσικά μιας κι ο όρος επεβλήθη κόντρα στις επιδιώξεις τους ( πχ. η Παπαρήγα, εξόχως «αντισυστημική», επέμενε για καιρό ότι ο όρος «πολιτικό σύστημα» δεν σημαίνει τίποτα ), εννοούσαν τις μεταβολές δύναμης στο εσωτερικό του γνωστού Δ-Κ-Α κομματικού τοπίου.  Το ΚΚΕ ωστόσο (νομίζει ότι) διέσωσε και τον ιδιαίτερο συστημικό του ρόλο ως ο προνομιακός εξορκιστής του «καπιταλιστικού συστήματος» που αναμένει τον κόκκινο Μάη.  Δεν παρέλειψε παράλληλα να επιχειρήσει το καπέλωμα και την αφομοίωση του κινήματος των αγανακτισμένων εξ ου και η καλοκαιρινή σύγκρουση του ΠΑΜΕ με κάποια τμήματά τους στο Σύνταγμα με απολογισμό, πέραν του νεκρού συνδικαλιστή, τη δι’ αγανακτισμένων ροπάλων συντριβή της κουκουέδικης αυτής απόπειρας.
Θυμίζουμε επίσης ότι η συναινετική-διασωστική γραμμή κινήθηκε σε δυό παραλλαγές, πάντα εντός του συστήματος, που κατέληξαν πάντως να αναμιχθούν υπό την κοινωνική πίεση που συμπαρέσυρε και τη βουλή, ξεπερνώντας τις προθέσεις των εμπνευστών τους. Η μία αναγκάστηκε να δεχθεί ευθέως ότι ο «αντιδεξιός» πυλώνας του εθνικολαϊκού προοδευτισμού είναι σκέτο φούμαρο ( γραμμή πολιτικής συγκυβέρνησης, πχ. ΓΑΠ ) και η άλλη, ενδεικτική ενός χείριστου καιροσκοπισμού της κομματικής διανόησης, επεδίωξε αναβαπτιστικές αποστάσεις ( τεχνοκρατική κυβέρνηση κοινής στήριξης, πχ. πρόταση Μ.Ανδρουλάκη ).


Όλα αυτά, μαζί και το χωρίς εξαίρεση διακομματικό μέτωπο κατά του γιαουρτώματος, μαζί και οι προσπάθειες να τα φορτώσουν σε αποδιοπομπαίους τράγους, δεν κατάφεραν ως σήμερα να αντιμετωπίσουν την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, ούτε να διατηρήσουν επί κεφαλής της αμφισβήτησης τον καθεστωτικό συνδικαλισμό – η ΔΗΜΑΡ αναπληρώνει μερικώς την τελευταία αυτή αδυναμία. Πέτυχαν ωστόσο να εκτρέψουν  σημαντικά την αναγκαία ανατακτική πόλωση σε εθνοδιχαστική πόλωση μνημονιακών-αντιμνημονιακών, δηλ. να την εντάξουν στα συστημικά όρια με κάθε έννοια.  Συνακόλουθα η δημοκρατική απειλή για το Πολιτικό Σύστημα εκτρέπεται ήδη μερικώς σε κομματικό πολυκερματισμό στο εσωτερικό του, σε αναδιατάξεις συσχετισμών και σε στοιχήματα εσωτερικής ανασύνθεσης.
Ακριβώς οι εξελίξεις αυτές, δηλ. τα πολιτικά όρια του κοινωνικού κινήματος άνευ οργανικών οδηγών, υπογραμμίζουν τις ευθύνες της ευρύτερης Διανόησης που αυτοπροσδιορίζεται (ποικιλοτρόπως) ως οργανική, ιδίως της ανώτερης. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να αποτιμηθεί ο έως τώρα πολιτικός της λόγος, όχι προς απόδοση ευθυνών μεθεορτίως, αλλά προς αφύπνιση κατά τα όσα και πιο πάνω αναφέραμε.  Διότι πρώτον, δεν είμαστε στα μεθεόρτια αφού τίποτα δεν έληξε και οι επερχόμενες εξελίξεις διατηρούν ανοιχτό το πολιτικό στοίχημα παρά τους μαιάνδρους του, και δεύτερον διότι πάντα τα αδιέξοδα κι εγκλωβισμοί ανάγονται σε αιτήματα και κυοφορίες οδηγού λόγου – το ειδικότερο διαρκές στοίχημα είναι η έγκαιρη επάρκεια.
Ο Πολιτικός λόγος της Διανόησης στη διετία αυτή υπήρξε απογοητευτικός, γενικά. Θα εξαιρέσουμε εδώ, κατά κάποιο τρόπο,  το Μίκη θεωρώντας αναγκαία μια  ιδιαίτερη αναφορά πιο κάτω, για λόγους που θα φανούν.   Ιδίως απογοητευτικός υπήρξε ο λόγος των καθ’ ύλην ειδημόνων, δηλ. πολιτειολόγων, συνταγματολόγων, κοινωνιολόγων κτλ.  Δεν έλειψαν επαναλήψεις παλιότερων σημαντικών πολιτειολογικών προσεγγίσεων (πχ.Γ.Κοντογιώργης) ή νέες σημαντικές  πολιτικο-κοινωνιολογικές επισημάνσεις (πχ. Β.Καραποστόλης), ούτε οι υπό την πίεση των εξελίξεων βαθμιαίες αλλά κι οριακές μετακινήσεις πολλών απ’ τον ανώδυνο σχολιασμό σε πιο καυτά ζητήματα (πχ.  Ν.Αλιβιζάτος).  Όμως γενικά, ο επίκαιρος πολιτικός λόγος εδώ εξαντλήθηκε σε  αποσπασματικές κριτικές στοιχείων πολιτικής παθολογίας ( επι μέρους συνταγματικές αστοχίες, παθογενείς ρυθμίσεις όπως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, ζητήματα διαπλοκής και διαφθοράς συνήθως στο κλίμα των media, κτλ. ), δευτερεύοντα ζητήματα διοικητικής ανεπάρκειας (όπως φορολογικής πολιτικής κι εφαρμογής της, προβλήματα συμπεριφοράς πολιτικού προσωπικού κτλ), ζητήματα στενής κυβερνητικής ή επιλεκτικής κομματικής κριτικής, νομικισμούς περί τα μνημονιακά, εθνικοανεξαρτησιακά κοινατοπήματα, αντιμερκελικούς εξορκισμούς, και ορισμένως σε άκομψη και άστοχη προβολή πολιτειακών προτύπων ιδιαίτερα χρήσιμων στη θεωρησιακή ματιά πλην όμως ως εκεί.  Το Πολιτικό Σύστημα θίχτηκε με τρόπο που πάντα παραπέμπει σε επί μέρους άνω παθολογικά στοιχεία, κι όχι ως Κεντρικό Ζήτημα στο οποίο οφείλει να προσανατολιστεί ή κοινωνική πίεση άμεσα και συγκλινόντως, με τις ειδικότερες επεξεργασίες να υποστηρίζουν και τεχνικοπολιτικά την αντίστοιχη ΠΟΛΙΤΙΚΗ παρέμβαση.  Αν ανατρέξει κανείς στη βιβλιογραφία ή αρθρογραφία της περιόδου, θα συναντήσει άραγε κάτι που να ξεπερνά τις όποιες κριτικές, τις ενδοσυστημικές βελτιώσεις και τους κοκκινομαγιάτικους αντικαπιταλισμούς, ως πολιτική πρόταση εφικτή, δημοκρατική  και τρομακτική για το καθεστώς ; 
6.  Διανόηση,  Αγανακτισμένοι  και  Κοινός  Λόγος
Αλλά πέραν αυτών, πώς στάθηκε ο διανοούμενος-πολιτικός λόγος απέναντι όχι μόνο στο σοβούν κοινωνικό αίσθημα αλλά και στο κοινωνικό ξέσπασμα ; Πως στέκεται απέναντι στις σημερινές α-συντεχνιακές κινητοποιήσεις στη χώρα, τι έχει να πει στο παράλληλο ή αλληλέγγυο στην Ελλάδα κίνημα ανά τον κόσμο ; Πως στάθηκε απέναντι στο μεγάλο αγανακτισμένο ξέσπασμα του καλοκαιριού ;
Δεν αρκεί να επισημάνουμε εδώ τα στοιχεία ανωριμότητας και παλαιοκομματικότητας στο ευρύ κίνημα που δεν θα λείψουν ποτέ, ούτε τα δακρυγόνα.  Το άνω σύνταγμα των συριζαίων, το κάτω σύνταγμα των ταχαυτόνομων, οι κρυμμένες γεσαδεδυ&παμε, οι συνοικιακές συνελεύσεις και διαδικασίες και ψηφοφορίες – χαρά στα σκέλια τροτσκοσεχτών και λοιπών αντιδημοκρατικών δυνάμεων, ειδικευμένων στο στραγγαλισμό, δεν είναι οι μπαχαλάκηδες οι χειρότεροι.  Αυτό που μετρά κυρίως είναι οι νεολαιίστικες ακαπέλωτες πρωτοβουλίες απ’ το Θησείο ως το Σύνταγμα κι απ’ την Επαρχία ως τη Μαδρίτη, αυτό που μετρά είναι οι χιλιάδες και χιλιάδες λαού σε έγερση, δηλ. σε προσμονή.  Εναντί τους ο καθεστωτικός ως άνω αριστεροκομματικός λόγος με επωδό το γνωστό βλακώδες ότι χωρίς την καθοδήγησή τους τούτο δε βγαίνει πουθενά ή μάλλον βγαίνει στην προβοκάτσια. Είναι πραγματική η ανάγκη καθοδήγησης, όχι όμως ως οπαδικών στρατευμάτων, αλλά ως το παραπέρα του Προσανατολισμού και του Στόχου.  Κι ενώ κόμματα κι αποκόμματα ήταν δι αυτών και τα ίδια στο αγανακτισμένο φτύσιμο,  η μη κομματική διανόηση πως στάθηκε ;
Μερικοί της τηβένου, αναμάσησαν τα οργανωτικά-καθοδηγητικά προαπαιτούμενα σε συναξαρική έκδοση –τρομάρα τους- άλλοι τέτοιοι μάζωναν υπογραφές για δημοψήφισμα για το μνημόνιο (σαν αυτό όπου υπερθεμάτισε και γλίστρισε ο Γιώργος, σε κάτι μήνες), καναδυό φώναζαν από μικροφώνου για Γουδί και γουδοχέρι, ένας από δω κι ένας απ’ Αγγλία σ’ ένα τραπεζάκι ήθελαν αντικαπιταλιστική δραχμή για λύση,  ένας κι άλλος ένας απαριθμούσαν μονότονα νομικά άρθρα γιατί το μνημόνιο θέλει κλήση, ένας αργοπορημένος των προπυλαίων νόμισε πώς η ώρα του ακαδημαϊκού είναι να δηλώσει συμπαράσταση σε δεκάρικο, ένας παρά τα αξιόλογα θεωρητικά του, εξηγούσε πώς ακριβώς πρέπει να κυκλωθεί η βουλή μη και διαφύγει,  ένας που ένα φεγγάρι  τούδωκαν κι εκπομπή σε κανάλι και δεν τράβηξε, έλεγε την ίδια εκπομπή που έλεγε όλο αυτό το φεγγάρι και στο κανάλι, κάτι άλλοι διανοούμενοι που δεν ήταν καθηγητές δεν έλεγαν παρ’ όλα αυτά τίποτα καλύτερα, άσε σου λέω σύντροφε ( και συντρόφισσα ).  Υπήρχαν όμως και μερικοί πιο σοβαροί, αυτοί που εξηγούσαν στον κόσμο που έβριζε την τρόϊκα, ότι φταίει η τρόϊκα,  κι αυτοί που εξηγούσαν στον κόσμο που έβριζε το σύστημα ότι φταίει ο Τζέφρυ Παπαντρέου, κι αυτοί που εξηγούσαν στον κόσμο που φώναζε να καεί το μπουρδέλο η βουλή, ότι καλοκαιριάτικα δεν είναι καιρός για κάψες και να ωριμάσει πρώτα ο χειμώνας κι ότι μια τέτοια ερμηνεία αρμόζει στο σύνθημά τους.  Διανόηση περιβόλι.
Η υστέρηση της διανόησης έναντι των πραγμάτων γενικώς, μπορεί και ειδικότερα να πιστοποιηθεί στη σύγκριση τού Λόγου της με τον εξελισσόμενο ευρύτερο - κοινό Λόγο,  μια οξύμωρη πραγματικότητα που αποτελεί δείγμα επικείμενων ιδεοθεωρητικών-πολιτικών ανατροπών.  Στη σύγκριση αυτή μάλιστα, αποκαλύπτονται τα μείζονα ιδεο-θεωρητικά σφάλματα που διακινούνται στον πολιτικό  λόγο της διανόησης, ενώ  περαιτέρω ενισχύεται ως κεντρικό πολιτικο ζήτημα η ανάγκη νέου πολιτικού συστήματος. Κι αυτό, γιατί η απόλυτη εφικτότητά του αλλά και οι υπαρκτές πλήν υπερβατές δυσχέρεις αναδεικνύονται όχι ως θεωρήματα αλλά ως τα βασικά κι ώριμα στοιχεία μέσα στα κατατιθεμένα κοινωνικά αιτήματα.  Ακριβώς εκεί υποδεικνύεται ως κοινωνικό αίτημα κι όχι ως στοχαστικό θεώρημα, το γεγονός ότι η μπάλα βρίσκεται στα πόδια της διανόησης – το ζητούμενο είναι αυτή να ανταποκριθεί και να μην υπεκφεύγει κατά τα άνω.
Τι λοιπόν έχει κατακτήσει ο ευρύτερος κοινός λόγος και όχι η διανόση ; Μα το αδρό περιεχόμενο του Αναγκαίου Πολιτικού Συστήματος –  την οριοθέτησή του πέρα από ανακυκλώσεις κι εσχατολογίες, πέρα απ’ την τρέχουσα πολιτική γεωγραφία, πέρα από στασιμότητες και δογματικούς τυχοδιωκτισμούς.  Οι ελιγμοί  ( διαδηλωτικοί κι έμπρακτοι ) του κοινού λόγου ανάμεσα σε εκβιασμούς και προσφερόμενες ψευδολύσεις είναι εξόχως αποκαλυπτικοί, ενώ η αποσπασματικότητα, οι αντιφάσεις  και το έλλειμμα συγκρότησης κι εξειδίκευσης περαιτέρω, καθώς και η αδυναμία του να το συνυφάνει με το ΠΩΣ των πολιτικά αναγκαίων είναι φυσιολογικό αφού αυτά αφορούν ιδιαίτερα τις οφειλές και υποχρεώσεις της πνευματικής του ηγεσίας.
Αλλά γιατί να εγγραφούν οι ενδείξεις αυτές στο συγκεκριμένο Αιτούμενο κι όχι σε πλείστα άλλα προτάγματα – και συναφή ορισμένως - που συνεκφέρονται απ’ τον κοινό λόγο ;  Εδώ το βλέπω-θέλω της οργανικής διανόησης βαρύνεται με την ανάγνωση κι ανάδυση του νοήματος κατά τά όπλα του καθενός, ενώ κι αναλυτικότερη επιχειρηματολογία έχει κατατεθεί. Έχει παραπέρα τη σημασία του και το εξής δημοσκοπικό που πιθανότα διέλαθε μιας ανάλογης προσοχής.  Σε ερωτηματολόγιο όπου τη θέση του Κεντρικού προβλήματος διεκδίκησαν ( σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, σημειωτέον ) το φλέγον οικονομικό, η ανεργία, οι κυβερνητικές πολιτικές, τα κόμματα, το πολιτικό σύστημα, η διαφθορά, κτλ.κτλ, το πρόταγμα του πολιτικού συστήματος υποστηρίχθηκε με τρόπο ενδεικτικό τόσο της συσκοτιστικής προσπάθειας όσο και τής σε πείσμα της ανάδυσής του.  Ετσι, το 2009 το πολιτικό σύστημα υποστηρίχθηκε ως κεντρικό θέμα απ’ το 3%, το 2010 απ’ το 7% και το 2011 απ’ το 17 %.  Πρόκειται για εκθετική ανιούσα ( κι αρκεί εδώ απλή μαθηματική επεξεργασία ) που αφ’ ενός καταγράφει το τρέχον επίπεδο ωρίμασης, αφ’ ετέρου δε προεκτείνεται σε επόμενο ετήσιο βήμα σε ύψος της τάξης του 50% και σε μεθεπόμενο σε παγκοινωνικό ποσοστό.  Φυσικά τα αγρυπνούντα συστημικά επιτελεία, θεσμικά κι εξωθεσμικά,  δεξιά κι αριστερά, δεν μένουν άπρακτα κι εργάζονται για την ανατροπή της διαμορφούμενης τάσης, το ζήτημα όμως έτσι επιστρέφει εντονότερα στην κοινωνική διανόηση.
Δεν είναι πάντως προς παρηγορία να σημειώσω, ότι το να ανταποκριθεί  κανείς σε τέτοιο επίπεδο ( δηλ.πολιτικό ) δεν είναι απλό, όσο κι αν στο τέλος όλα απλοποιούνται.  Με τον πολιτικό χρόνο να τρέχει ραγδαία και τον πήχυ να υψώνεται πάνω απ’ τα στρωμένα του φιλελεύθερου λόγου και τις στομωμένες  αριστερές ρομφαίες, είναι κάπως φυσιολογική η ακαδημαϊκή αμηχανία και τα γύρω-γύρω-ανόητα,  σε διεθνές επίπεδο άλλωστε.  Το να μην έχει επίγνωση όμως κανείς κι απλώς να ουραγεί αυτάρεσκα θρονιασμένος στην έδρα, είναι παρά φύση.
7.  Οι Μερκοζί και η Ευρωπορεία
Για να κατανοηθεί ( = αντιμετωπισθεί κι αξιοποιηθεί και υπερκερασθεί ) η πολιτική του άξονα Μερκοζί, είναι απαραίτητο το κατάλληλο βλέπω-θέλω, μια στοχευτική δηλ. θεώρηση τόσο των διεθνώς τεκταινομένων και ειδικότερα της φύσης της διεθνούς κρίσης, όσο και των εγχωρίων επίδικων. Καθόλου δεν αρκούν εδώ οι θεωρίες περί καζινοκαπιταλισμού και περί μερκοζί ανδρεικέλων του, ούτε τα εγχώρια εθνικολαϊκά που αναφέραμε πιο πάνω.  Η πιο απλή απόδειξη είναι ότι οδηγούν σε αδιέξοδα διχαστικά διλλήματα τύπου μνημόνιο-αντιμνημόνιο και σε υπονόμευση χειραφετητικών κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων εν μέσω βαβέλ, εμφυλίων συγκρούσεων, δεινών, και ηττημένων συμβιβασμών.  Για όσους θεωρήσουν πρωθύστερη τη σκέψη αυτή απαιτώντας πρώτα μια «αντικειμενική» ανάλυση των διεθνών συστημικών και γεωπολιτικών πραγμάτων, απαλλαγμένη από «στόχους», ώστε οι στόχοι ακόλουθα να έχουν επαρκή «αντικειμενική» βάση, θα θυμίσουμε ότι δεν υπάρχει ποτέ θέμα σκέτης ερμηνείας, αλλά είτε αλλοτριωμένης είτε αλλοιώς εμπρόθετης πάντα ερμηνείας κι ανάλυσης ως κοινός τόπος υποκειμένου και πραγμάτων. Χωρίς αυτό να λύνει αυτομάτως τα σχετικά προβλήματα, τα απαλλάσει πάντως απ’ το τυφλωτικό βάρος και τα αδιέξοδα του θετικισμού, και της αριστερής μυθολογίας που οικοδομείται με τις πλάτες του. 
Στα της διεθνούς συστημικής κρίσης και τις πολιτικές των συστημικών κέντρων δε μπορούμε να αναφερθούμε εδώ αναλυτικά, παραπέμποντας έτσι σε προ ετών αρθρογραφία.  Τονίζουμε όμως ότι οι πολιτικές αυτές στοχεύουν στην ανάκτηση της αναγκαίας κερδοφορίας που η (δομική) πτώση της, στο παραγωγικό κατ’ αρχήν τμήμα της, βρίσκεται πίσω απ’ την κρίση.  Η προσπάθεια αυτή, στις διαμορφωμένες συνθήκες, έχει σαν ειδικότερο άξονα, πέραν της  πολύμορφης πίεσης στους μισθούς-εργασία, ορισμένο «εξορθολογισμό» σε βάρος των πιο αντιπαραγωγικών και παρασιτικών συστημικών τμημάτων, περιλαμβανομένου του μεγαλαεριτζίδικου, υπό σύγχρονη διάσωση του αναγκαίου πιστωτικού υποσυστήματος, καθώς και υπό τον ιδιαίτερο διαγκωνισμό μεταξύ των 3 κύριων πόλων του, ευρωπαϊκού, αμερικανικού και BRIC.  Δεν πρόκειται για «επίθεση του αχόρταγου καζινοκαπιταλισμού» αλλά για «επιθετικά αμυντική» πολιτική του μείζονος πολιτικοοικονομικού συστήματος, για στριμωγμένη διασωστική συστημική προσπάθεια, που εν μέσω επιμέρους ειδικότερων οικονομικών και πολιτικών διαγκωνισμών μεταξύ των υποσυστημάτων στο εσωτερικό του, κλαδικών κι εθνικών, τη χειρίζονται κυρίως τα πολιτικά επιτελεία των διεθνών κέντρων, έχοντας φυσιολογικά ανακτήσει καθοριστικούς βαθμούς αυτονομίας έναντι των οικονομικών λόμπυ, σε σύγκριση με περιόδους «ομαλής» ανάπτυξης και «υπαλληλικής διεκπεραίωσης».
Στο πλαίσιο αυτό οι Μερκοζί, αλλά και οι κομματικοί τους αντίπαλοι καθώς και οι πιθανοί διάδοχοί τους, που πέρα από στενοκομματικής φύσης λογοκοπία δε μπορούν ουσιαστικά να αποστούν απ’ την προσπάθεια αυτή ( βλ. και συγκλίσεις ΚΔ-ΚΑ στην Ελλάδα ),  αναπτύσσουν μια πολιτική διάσωσης-διεθνούς αντεπίθεσης στηριγμένη στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και συν-διάσωση, και στην διαρθρωτική-παραγωγική-ανταγωνιστική εξυγίανση του ευρωπαϊκού χώρου.  Η πολιτική αυτή, περιλαμβάνει τυπολογικώς νεοφιλελεύθερα και κεϋνσιανά στοιχεία, κατά περίπτωση και συγκυρία, δεν είναι όμως νεοφιλελεύθερη, επειδή έτσι διευκολύνεται να την κατανοεί το εμπόριο ρόλων και αναθεμάτων που χρειάζεται η κεϋνσιαριστερά και λοιπές κεϋνσ-ακαδημαϊκές δυνάμεις.  Φυσικά δεν είναι ούτε κεϋνσιανή, παρά τα πακέτα και τα λοιπά ως έχουμε παλιότερα κι αναλυτικότερα εξηγήσει.  Αποτελεί ειδικό και μεταβαλόμενο μίγμα, που όχι μόνον βρίσκεται εκτός της μπαγιάτικης πλέον τυπολογίας η οποία δίνει ρόλους και μισθούς στους κεϋνσιανούς παπαγάλους,  αλλά  και  συνιστά προχωρημένη κι  «επί το έργον» πολιτική διερεύνηση των συστημικών διεξόδων, τοποθετώντας τους ευρωπολιτικούς πολύ μπροστά απ’ τις αμερικανιάρικες οικονο-θεωρίες της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής αμερικανηγεμονίας του παρελθόντος αιώνος.
Η πολιτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με όλους τους μαιάνδρους και τις συγκυριακές ασυμμετρίες της, έχει ως φυσιολογική πλευρά την πίεση σε ο,τι συνιστά το στερεότυπο ( κι εν πολλοίς το ιδεολόγημα ) της εθνικής ανεξαρτησίας, της οποίας όμως η προοδευτική άρση έχει γίνει αποδεκτή στη χώρα από δεκαετίες υπέρ της ενιαίας κρατικο-ευρωπαϊκής πορείας.  Δεν είναι εδώ η στιγμή να αναλύσουμε ειδικότερα την αναγκαία (στους εθνικούς πολιτισμούς και κοινωνίες) μετάπλαση του νοήματος της εθνικής ανεξαρτησίας, όπως συνδέεται με την ευρωπαϊκή ενοποίηση αλλά και την πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης στον κυρίαρχο και τον στοιχηματικό χαρακτήρα της.  Πρέπει ωστόσο να πούμε ότι η Εθνική Ανεξαρτησία όπως την επικαλούνται οι αντι-ευρωπαϊστές αποτελεί ένα ιδεολόγημα που εγγράφεται είτε στη φαντασίωση ενός διηνεκούς εθνο-κρατισμού είτε σε κάποια στρατηγική (?)  κρατικής ενσωμάτωσης σε κάποιο νεοσοβιετικό μπλόκ.  Πρέπει επίσης να θυμίσουμε, σχετικά με την συμπεφωνημένη απεθνικοποίηση των κρατικών εξουσιών, ότι από αρκετά χρόνια η κοινή ευρωπαϊκή νομοθεσία καθορίζει όλο και περισσότερο την εθνική νομοθεσία (συνθήκες, κανονισμοί, οδηγίες, ευρωσύνταγμα), ότι στο εκτελεστικό κομμάτι κατευθύνσεις έλεγχοι κι επιτροπείες αποτελούν παλιά πλέον καθημερινότητα ( κομισιόν, επιτροπές παρακολούθησης των εθνικών ΚΠΣ-ΕΣΠΑ κτλ. ) κι ότι στο δικαστικό κομμάτι τα ευρωπαϊκά δικαστήρια λειτουργούν.  Αυτό φυσικά δεν επιτρέπει στο εγχώριο ευρωληγουριό, να θεωρεί πως ο εθνικός ρόλος είναι αυτός του σιωπηλού αποδέκτη εντολών ή μιας επαρχίας πρόσφορης σε κάθε βρυξελλιάρη ατζέντη, ούτε στη χώρα να αφίσταται της αναγκαίας διαμόρφωσης κι άσκησης εθνικής ευρωπολιτικής, ενεργά, αυτόνομα κατά το νόημα της εν εξελίξει συμπόρευσης, κι ενδεχομένως προβάλλοντας veto όπου αυτό είναι εθνικά αναγκαίο.
Η διαρθρωτική-παραγωγική εξυγίανση του ευρωπαϊκού χώρου αποτελεί εξειδίκευση στη φάση της κρίσης, της διαρθρωτικής-αναπτυξιακής πολιτικής που ασκείται στην ΕΕ επί δεκαετίες, διευρύνοντας σταδιακά το αντικείμενό της ( συνθήκες περί αγοράς, διαρθρωτικά χρηματοδοτικά προγράμματα, σύμφωνο Σταθερότητας κι Ανάπτυξης, ευρωνόμισμα κτλ ).  Η εξυγιαντική εξειδίκευση στη φάση της κρίσης σημαδεύεται απ’ τα διεθνή τεκταινόμενα που αναφέραμε πιο πάνω, αλλά και ειδικότερα απ’ την Ελληνική περίπτωση-καταλύτη που οι πολιτικοοικονομικές  ιδιαιτερότητές της προβάλλουν πιεστικά στην ΕΕ και τον κόσμο, όπως προβάλλει η κορφή του παγόβουνου που περιλαμβάνει όλο τον ευρωνότο κι όχι μόνον. Επαναλαμβάνουμε εδώ ότι πρόκειται για συστημική εξυγίανση ( διαρθρωτική και μισθολογική προσαρμογή στις ανάγκες επιβιωτικής για το σύστημα κερδοφορίας, κι όχι υπερκερδοφορίας ) που υποχρεούται όμως και σε ορισμένο διασωστικό αποπαρασιτισμό, ιδίως στό σημερινό καπιταλιστικό στάδιο όπου οι ιμπεριαλιστικές διέξοδοι κερδοφορίας έχουν στενέψει ιδιαίτερα. Κι αυτό, ανεξάρτητα απ’ το πραγματικό γεγονός ότι ο παρασιτισμός αυτός έχει εκτραφεί με αρμεκτική ευθύνη των ίδιων των συστημικών κέντρων την περίοδο των παχιών αγελάδων, ακόμα κι ανεξάρτητα απ’ το ότι κάθε συμμάζεμα, όσο οι κοινωνίες αδρανούν,  προετοιμάζει νέο αρμεκτικό και παρασιτικό κύκλο ή και καταστροφικούς τυχοδιωκτισμούς – εδώ αναδεικνύεται η κοινωνική ευθύνη επαρκών πολιτικών υπερβάσεων σε κάθε κρίση-ευκαιρία κι όχι η εξάντληση σε στάσιμες καταγγελίες.
Η ευρωπολιτική ενοποίησης-ανάπτυξης των Μερκοζί  αντιμετωπίζει δύο σημαντικά προβλήματα, συνδεδεμένα κυρίως  στην προοπτική τους. Το πρώτο, ιδιαίτερα οξυμένο σήμερα, αφορά τις αντιστάσεις σχετικά με την εξυγίανση, από 3 βασικούς πόλους. Οι μικρότερες αντιστάσεις αφορούν τα καζινοκέντρα που κρατούν χαρτιά, σπεκουλαδόρικες κι εκβιαστικές τεχνικές καθώς και διασυνδέσεις στη λοιπή οικονομία, αλλά όχι πραγματική δύναμη.  Μεγαλύτερες είναι οι αντιστάσεις του πιστωτικού συστήματος που διαθέτει δύναμη αλλά γνωρίζει την εξάρτησή του απ’ την πραγματική οικονομία και τις κυβερνήσεις και είναι υποχρεωμένο να συνεργασθεί, έστω διαπραγματευόμενο.  Τέλος, μεγάλες είναι οι αντιστάσεις στα εθνικά υποσυστήματα της ευρώπης που η «απρόβλεπτη-υποκειμενική» αντίδρασή τους μπορεί αλυσιδωτά να απειλήσει όχι μόνον την ευρωοικονομία αλλά και την πολιτική ενοποίηση της ευρώπης.  Σημειωτέον ότι το κάθε εθνικό υποσύστημα αρθρώνεται (αδρά-σχηματικά) σε δυό πόλους, αυτό του πολιτικού συστήματος κι αυτό των κοινωνιών-εργαζομένων.  Η δυσκολία με τα εθνικά υποσυστήματα αφορά συνδυασμένα τις ασύμμετρες αντιστάσεις και των δύο πόλων με αυτόν των εργαζόμενων να αντιδρά «αμυντικά-οικονομικά» και τον πόλο του πολιτικού συστήματος να διαπραγματεύεται τη δική του αποσυμπίεση όντας ταυτόχρονα υποχρεωμένο σε υποχωρήσεις, αλλά κι έχοντας τη δυνατότητα μεταφόρτωσης των πιέσεων στον άλλο εγχώριο πόλο, δηλ. τους εργαζόμενους, όχι όμως χωρίς κλυδωνισμούς κι ορισμένη αυτοϋπονόμευσή του.  Στο σύνθετο αυτό σλάλομ οι ειδικότεροι χειρισμοί των Μερκοζί είναι εν γένει του τύπου γκάζι-φρένο-τιμόνι, ενώ οι αντιστάσεις και ευελιξίες διαφοροποιούνται αλλά και μοιάζουν – οι ομοιότητες και διαφορές από Ελλάδα ως Πορτογαλία είναι περίπου γνωστές. Η ελληνική ιδιαιτερότητα, αφορά το αναγκαίο βάθος εξυγίανσης κι αποπαρασιτισμού που απαιτεί ιδιαίτερες πιέσεις και οικονομική στήριξη, αλλά και παρέχει ειδικές δυνατότητες «αποπομπής» σαν έσχατη λύση, αποπομπή που θα δημιουργήσει βαθειά αλλά ίσως ιάσιμα τραύματα στην ΕΕ.  Συνολικά οι πιέσεις, η αξιοποίηση της ευρωστήριξης και οι κίνδυνοι για το χειρότερο, αφήνουν έκθετο το πολιτικό σύστημα έναντι της κοινωνίας και των αναγκών ανόρθωσης την οποία και δε μπορεί να διαχειριστεί χωρίς εκτεταμένη πολιτική αναδιάρθρωση. Εδώ δημιουργούνται οι ιδιαίτερες μεταπολιτευτικές δυνατότητες στην Ελλάδα, σε συνθήκες αγώνα δρόμου μεταξύ κοινωνίας που έχει να δεί τα Τι και τα Πως που την αφορούν, και του πολιτικού συστήματος που προσπαθεί να πετύχει την ελεγχόμενη ανασυγκρότησή του χωρίς απαλλοτριωτικές απώλειες.
Το δεύτερο και μεσοπρόθεσμο πρόβλημα του ευρωάξονα, όπου δε φαίνεται να έχει απαντήσεις ( πέραν της σημαντικής ευρωενωτικής πολιτικής )  είναι η γενικότερη μετ-εξυγιαντική-αναπτυξιακή προοπτική.  Πρόκειται για τη συστημική οικονομική (και συνολική) αναπαραγωγή και τη μείζονα εσωτερική της διάρθρωση σε ευρωπαϊκή (κι όχι υποσυστημική) κλίμακα, μάλιστα υπό την κοινωνική πίεση-αντίσταση.  Η κύρια μορφή με την οποία αυτό θα εκφραστεί είναι το  δίλημμα μεταξύ έντονων συστημικών αναγκών περιφερειακής ανάπτυξης στην ευρώπη άρα και ανταγωνιστικών πιέσεων στον ευρωπαϊκό βορρά, είτε εναλλακτικά συγκρατημένης περιφερειακής ανάπτυξης και άρα στενότητας αγορών για το βορρά.  Σ’ ένα βαθμό θα επιχειρηθούν εδώ διζωνικές ακροβασίες κι εξειδικεύσεις συγκριτικών πλεονεκτημάτων καθώς και η μεταγραφή του προβλήματος στο γνωστό καμβά πολωμένων φάσεων σταθερότητας – ρευστότητας.  Η σημερινή όμως διεθνής κρίση έχει δείξει – κι ο κεντρικός ευρωάξονας το γνωρίζει πλέον και εμπειρικά – ότι τα περιθώρια τέτοιων ελιγμών είναι περιορισμένα.  Το πρόβλημα αυτό στο οποίο εμπλέκονται εντονότερα οι διεθνείς συστημικές και γεωπολιτικές παράμετροι, διατηρεί ανοιχτό το στοίχημα της συστημικής κατάρρευσης ή / και της δημοκρατικής του διεξόδου σε ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα, ενώ η αποφυγή μεγάλων περιπετειών παγκοσμίως απαιτεί την είσοδο των κοινωνιών, και ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής στην πολιτική.  Εδώ το δημοκρατικό, το ευρωπαϊκό και το σοσιαλιστικό στοιχείο μιας διέξοδης πολιτικής, δε φαίνεται να έχουν περιθώρια μεταξύ τους αποσύνδεσης και επιλεκτικής ένταξης σε αποστεωμένα και μυθολογικά στρατηγήματα. 
8.  Οι Μερκοζί και οι πιέσεις στο εγχώριο υποσύστημα 
Η μερκοζί εξυγίανση, ως πολιτικά διαχειριζόμενη έχει όλους τους ελιγμούς που απαιτούν οι ευρωπαϊκές κι εσωτερικές ισορροπίες, κι όλες τις παλινωδίες, αντιφάσεις κι εσωτερικούς διαγκωνισμούς της συστημικής πολιτικής.  Στην ουσία όμως αφορά τα εκρηκτικά δημοσιονομικά ( διαχείριση χρεών και έλεγχο ελλειμμάτων ) όσο και την επιτάχυνση αναδιαρθρώσεων που απ’ τη μια στηρίζουν άμεσα τη δημοσιονομική εξυγίανση κι απ’ την άλλη διαμορφώνουν αναγκαίες αναπτυξιακές ( επενδυτικές ) προϋποθέσεις.  Στο στόχο αυτό, με καταλύτη την Ελλάδα ως πυροκροτητή γενικής ευρωέκρηξης, επιστρατεύτηκαν παρεκκλίσεις απ’ την απαγόρευση διάσωσης ( θεσπισμένης παλαιόθεν ως φόβητρο αυτοσυγκράτησης και για την αποφυγή διαλυτικών αλυσιδωτών «διασώσεων» ), ειδικοί μηχανισμοί ( προσωρινός και μόνιμος μηχανισμός στήριξης – EFSF ), ειδικά σύμφωνα αναδιαρθρώσεων και δανειοδοτήσεων με τη συμμετοχή ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ για την ενίσχυση των δεσμεύσεων και τη διανομή του κόστους ( μνημόνια-τρόϊκα ), ειδικές παρεμβάσεις της ΕΕ-Μερκοζί προς στους δανειστές ( διαγραφή μέρους του χρέους- κουρέμα, ανάληψη μεσεγγυητικών ρόλων διάφορων μορφών κτλ. ) και προς τα επιβαρυνόμενα και δυστροπούντα κράτη-μέλη, καθώς κι άλλα δευτερεύοντα μέτρα, όπως απαλλαγή του ΕΣΠΑ απ’ την υποχρέωση εθνικής χρηματοδότησης, ευρωπαϊκή τεχνική βοήθεια κτλ.  Στο τραπεζι επίσης βρέθηκαν κι θα εξακολουθούν κατά κάποιο τρόπο να βρίσκονται, επισήμως ή μη, η περαιτέρω ισχυρή στήριξη όπως η θέσπιση ευρωομολόγου (= γερμανεγγύηση και γερμανεπιτόκια στα δάνεια των αφερέγγυων χωρών ) και οι έξτρα γενναίες ( γερμανικές ουσιαστικά ) χρηματοδοτήσεις.
Η πολιτική διαχείριση της κρίσης, πέραν άλλων, ενισχύει φυσιολογικά τον κεντρικό πολιτικό διαχειριστή ( εδώ, Γερμανία-Μερκοζί ) όχι μόνο έναντι των επιμέρους συστημικών οικονομικών κέντρων αλλά κι έναντι των εταίρων κρατών-μελών. Κι αυτό, διότι ως οικονομικά ισχυρότερος διαθέτει παρεμβατικά και χρηματοδοτικά όπλα, αλλά και διότι στην ανάληψη ενισχυμένου ρόλου συναντιώνται οι δικές του επιδιώξεις με τις προσδοκίες και κοινές ανάγκες των εταίρων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συνυπάρχουν εδώ παζάρια αμφισβητήσεις και γκρίνια, δικαιολογημένα ή μη. Ούτε φυσικά πως η διαχείριση αυτή ( που μεταξύ άλλων κατανέμει ζημιές κι ευκαιρίες-φιλέτα – βλ. Κρισιολογία...ο.π. ) γίνεται «δίκαια» κι ερήμην των ειδικότερων επιδιώξεων του διαχειριστή, που ωστόσο στοχεύει κυρίως στη συστημική πολιτικοικονομική διάσωση στο άνω στρατηγικό πλαίσιο, κι όχι σε στενές οικονομικές αρπαχτές.  Αλλά και πέραν αυτών, αλαζονικά στοιχεία, εμπάθειες διαφόρων προελεύσεων κι αφορμών κι ακόμα προσβλητικές συμπεριφορές, καληώρα, αναδύουν το συστημικό χαρακτήρα του όλου εγχειρήματος αλλά και τα ειδικότερα πολιτισμικά στοιχεία των πρωταγωνιστών του.  Συνοδεία τους ο φίλιος τύπος και τα λόμπυ που ανεβοκατεβάζουν τεμπέληδες τους έλληνες, ξεχνώντας πως εργάζονται εβδομαδιαιίως κμο. 42 ώρες έναντι 36 των γερμανών πχ, αν και η ελληνική παραγωγικότητα βρίσκεται κατω απ’ το 50% της μέσης ευρωπαϊκής.  Δεν αρκεί απέναντι στη στάση αυτή η εν σιωπή κατανόηση της δικιάς μας ευθύνης για όλα αυτά, ούτε όμως τα ξόρκια και οι παρελκύσεις απ’ τις ανατακτικές μας ευθύνες.
Το εξυγιαντικό εγχείρημα, πολύ περισσότερο σε συνθήκες πτώχευσης,  έχει θύματα – την κρίση την πληρώνουν πάντα οι κοινωνίες ενώ το σύστημα μπορεί να την πληρώσει μόνον με την απ-αλλοτρίωσή του στο αναγκαίο βάθος.  Αυτό καθόλου δε σημαίνει ότι το κεφάλαιο είναι αμέτοχο της καταστροφής και της εσωτερικής του αναδιάρθρωσης ( μεγαλολουκέτα, πολύμορφα κουρέματα, «ανακεφαλαιώσεις» κτλ. ), αλλά ότι δεν είναι σε θέση ως τέτοιο να «πληρώσει» κατά την έννοια του αιτήματος των διαδηλώσεων.
Στην πραγματικότητα η ελληνική κοινωνία έχει πέσει θύμα της κρίσης (της) πρίν τη μνημονιακή εξυγίανση, αφού ήδη είχε πτωχεύσει, απλώς το μνημόνιο δεν επέτρεψε την παράταση της (δανειοδιανεμητικής) αυταπάτης και προς το παρόν την ανεξέλεγκη πλήρη χρεωκοπία.  Η αντιμετώπιση της πτώχευσης πρίν και χωρίς το μνημόνιο και με λιγότερο επώδυνο τρόπο είναι άλλο θέμα, και θα ήταν πράγματι εφικτή, εάν θέλαμε ως κοινωνία και πολιτεία να την αντιμετωπίσουμε.  Πάντως βρεθήκαμε από τότε ( φθινόπωρο 2009, με τις πρώτες σοβαρές δυσχέρειες δημόσιου δανεισμού ) ουσιαστικά σε κατάσταση πτώχευσης, είτε το καταλάβαμε είτε ως τώρα πολλοί δεν το έχουμε χωνέψει, κατάσταση πτώχευσης  που μάλιστα διαρκώς βαθαίνει, όχι λόγω του μνημονίου αλλά ακριβώς υπό το βάρος του εμμένοντος πολύμορφου παρασιτισμού και της διαρθρωτικής μας παράλυσης.  Στην κατάσταση αυτή, η κοινωνία μας έχει μπροστά της μια τριπλή πολιτικοοικονομική προσπάθεια που περιλαμβάνει την αποφυγή του πολύ χειρότερου  (που υπάρχει, φυσικά, και δεν είδαμε τίποτα ακόμα), την ανθρώπινη κατανομή των πτωχευτικών βαρών (δηλ. του υστερήματος πλέον, κι όχι της ευζωϊκής μας φαντασίωσης) και την ανορθωτική προσπάθεια (οικονομική και συνολικά βιοτική )  – επιμείναμε  πιο πάνω ότι ένα εφικτό άλμα στο Πολιτικό Σύστημα συνιστά τη συνδυασμένη απάντηση.
Το ευρωεξυγιαντικό εγχείρημα, δεν είναι καθαυτό που πιέζει ασφυκτικά την πτωχευμένη κοινωνία μας όσο κι αν το βιώνει επώδυνα – δεν είναι η επώδυνη θεραπεία το κύριο πρόβλημα στην ασθένεια.  Βεβαίως η θεραπεία είναι ανεπαρκής αλλά και βίαιη, απέχοντας απ’ την αναγκαία δημοκρατική πολιτικοοικονομική θεραπεία, κι ακριβώς ως ανεπαρκής και βίαιη έχει βασικό μερίδιο ευθύνης για την επιδείνωση.  Η Μερκοζί ευθύνη (συστημικού χαρακτήρα κι ορίων, κι όχι νεοφιλελεύθερου), πιστοποιείται σε σχέση με την αναγκαία υπερβατική πολιτική ( μακρυά ακόμα απ’ τα μυαλά του προοδευτισμού, αν και κοντά στο διστακτικό ψέλισμα σε κάθε πλατεία, διεθνώς )  κι όχι σε σχέση με την κεϋνσιανή ματζουνοθεραπεία που απαιτεί ο ζήτουλας.  Αυτό σημαίνει ότι η κριτική της Μερκοζί εξυγίανσης είναι δυνατή (θεωρητικά, αλλά και πολιτικά, ιδίως ως εφικτή εγχώρια πολιτικοοικονομική υπερκέρασή της) μόνον από θέση δημοκρατικής-ολοκληρωμένης θεραπείας κι όχι από θέση άρνησης του πικρού φαρμάκου, ιδίως όταν αυτή προέρχεται απ’ τα εμμένοντα νοσογόνα παράσιτα.  Ετσι το θέμα δεν είναι μνημόνιο ή αντιμνημόνιο κτλ. αλλά ας πούμε, ανθρώπινη αλληλοστήριξη κι ανθρώπινη ανόρθωση (και) με πολιτικούς-πραγματικούς όρους, κόντρα στα συσκοτιστικά και υποκριτικά λογάκια τριγύρω.
Στο πλαίσιο αυτό, το κοινωνικό δίκιο, καθώς κι οποιαδήποτε στρατηγική επιβίωσης-διεξόδου, αφορά κατά πρώτο λόγο την κατανομή των βαρών εξυγίανσης μέσα στην ίδια τη χώρα κι όχι τα αντι-νεοφιλελεύθερα ξόρκια κατά των Μερκοζί.  Και στην κατανομή αυτή σημαντικά βάρη (ανταγωνιστικότητα μισθών και εργασιακές αναδιαρθρώσεις) είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν οι εργαζόμενοι χαμηλού εισοδήματος.  Ειδικότερα οι εργασιακές αναδιαρθρώσεις δε μπορούν παρά να συνδεθούν με τις ανάγκες παραγωγικότητας-ανταγωνιστικότητας (ότι αλλοιώς κούρευε τ’ αυγό και φώναζε) ενώ οι συνακόλουθες μισθολογικές μειώσεις σ’ ένα βαθμό μπορούν ( και θα έπρεπε ) να αντισταθμιστούν από μεταβιβάσεις άμεσες ή κοινωνικοϋπηρεσιακές, σε βάρος των μεγαλύτερων εισοδημάτων.  Φυσικά το συντεχνιακό πανωφόρτωμα βαρών στα φτωχά νοικοκυριά εδώ δεν αποτελεί λύση, και η απόδειξη είναι ότι επιχειρείται από προοδευτικές ΔΕΚΟ κατά τον γνωστό αγωνιστικό τρόπο. 
Τα κύρια όμως βάρη, αναλογικά,  ( θα έπρεπε να ) αφορούν τη μεσαία τάξη, σημαντικά αντιπαραγωγική ή φοροκλεπτική στο πράγματι εργαζόμενο μέρος της και σαφώς παρασιτική στο μεγάλο αεριτζίδικο δυναμικο-διαχειριστικό μέρος της, εντός και πέριξ του πολιτικού συστήματος.  Υπάρχει εδώ ένα θέμα οριοθέτησης συσκοτισμένο μέσα απ’ τη «μικρομεσαία» ενοποιητική ορολογία σκοπιμότητας, αδρά ωστόσο ( βλ. και κεφ. 11 πιο κάτω για κόστος ζωής ) μπορούμε να πούμε ότι  απ’ τις 50.000 $Ε (4μελούς νοικοκυριού) μιλάμε σαφώς για μεσαία εισοδήματα ( κάτω ζώνη ) που φυσικά διαβαθμίζονται περαιτέρω – τα 100.000 και τα 300.000 κτλ. είναι επίσης μεσαία, αν και σαφώς σε άλλα κυβικά, όπου και κυβίζεται το μείζον τμήμα του πολιτικού και κρατικοδιαχειριστικού προσωπικού. 
Φυσικά τα βάρη ( θα έπρεπε να ) αφορούν και το μεγάλο κεφάλαιο,  με την παρατήρηση ότι τα εξ αυτού συνολικά ποσά – πολύ μικρότερα των μεσαίας προέλευσης – δεν αποσυμπιέζουν τα μεσαία εισοδήματα. Επίσης ας θυμηθεί όποιος θέλει, ότι για λόγους που γνωρίζει κάθε καφενείο (περιλαμβανομένων των περισσών) η ουσιαστική ένταξη του μεγάλου κεφαλαίου στα κοινωνικοανατακτικά απαιτεί συντελεσμένη αλλαγή πολιτικού συστήματος, μεταξύ άλλων διότι στον ειδικό του ρόλο το στηρίζει πολιτικοσυστημικά με τα μπούνια η μεσαία τάξη, ανεξαρτήτως ενδοκαθεστωτικών τριβών και λαοπλάνων συνθημάτων.  Αντίθετα, η ανάλογη ένταξη του μεσαίου χώρου απαιτεί συντελούμενη ( κι όχι συντελεσμένη ) αλλαγή πολιτικού συστήματος, αφορά δηλ. πλέον συγχρονικό και πυκνό, οικονομοπολιτικό γκρεμίζω-χτίζω, ορίζοντας έτσι το χώρο ως χώρο στρατηγικών ρήξεων κι ανάλογης πόλωσης περί το χαρακτήρα του.    Ετσι έχει στρατηγική σημασία η πίεση κι απαλλοτρίωση στο μεσαίο χώρο, αν και δεν πρέπει να ξεχνά κανείς επιμέρους πλευρές του θέματος, όπως πχ. ότι μια κάποια άνεση εκεί συνδέεται με ειδικό τρόπο με τα αναπτυξικά, δηλ. ως παραγωγικό κίνητρο, ως αποταμιευτικό-επενδυτικό περθώριο καθώς ως αγοραία στήριξη κλάδων κι απασχόλησης που απευθύνονται στα μεσαία εισοδήματα.
Η μεσαία όμως τάξη είναι η «ραχοκοκαλιά» της κοινωνίας, καθώς λένε και οι πολιτικοί που την εκπροσωπούν  και που ταυτόχρονα έχουν την αντιπροσωπεία της «ανω-κόκαλης» κοινωνίας.   Δεν πρόκειται για τη στενή οικονομική-παραγωγική συμβολή της που είναι αναλογικά περιορισμένη.  Πρόκειται για την κοινωνική στελέχωση με έμψυχο υλικό  που προέρχεται απ’ τα σπλάχνα της ( ή την εκεί μεταγραφή των στελεχών λαϊκής προέλευσης, μετά κατάλληλο φιλτράρισμα ), πρόκειται για την τροφοδοσία του παραγωγικού τομέα και του ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού ιστού με προσωπικό σχετικά ικανό κι εκπαιδευμένο για κομβικούς ρόλους,  πρόκειται για τη συγκολητική μπάρα μιας κοινωνίας πολωμένης κατά βάση σε δυό άκρα,  για το χώρο όπου συγκροτείται πολιτικά  το άρχον σύμπλεγμα.  Πρόκειται για τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας μας ως τέτοιας, δηλ. ως αιχμάλωτης κι αλλοτριωμένης, κρίσιμη στην αναπαραγωγή του πολιτικού μας συστήματος και του κοινωνικού συστήματος.
Η μεσαία λοιπόν τάξη, μ’ όλα τα παρασιτικά αλλά και κρίσιμα συστημικά της στοιχεία δέχεται τεράστια ευρωεξυγιαντική πίεση ώστε απειλείται με εξυγιαντική ασφυξία ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.  Στην ουσία η κύρια εγχώρια σύγκρουση με τους Μερκοζί  αφορά τη μεσαία τάξη και τον εκεί κομβικό παρασιτισμό, διαμορφώνοντας όμως ταυτόχρονα τάσεις ανατροπής ολόκληρου του εγχώριου πολιτικού συστήματος και δυνατότητες δημοκρατικής μεταπολίτευσης.  Για το λόγο αυτό άλλωστε, οι χατζηπρεντέρηδες σκούζουν ότι η ευρώπη δεν έχει πλέον μεγάλους ηγέτες με όραμα ( ώστε να τους εκπροσωπούν επάξια οραματισμένοι την τηλεμεσαία συμβολή  στην καθεστωτική διαιώνιση ). Περαιτέρω, αμυνόμενη η μεσαία αυτή καθεστωτική τάξη, με επικεφαλής το πολιτικό και μιντιακό σύστημα που το προσωπικό τους ανήκει κυρίως εκεί, μεταφορτώνει τις πιέσεις και τα βάρη προς τα κάτω υψώνοντας λεβέντικο «όχι» στους Μερκοζί που τους κράζουν - σιγά ρε τσογλάνια, τους λυώσατε, πάρτε τα ισοδύναμα απ’ τις μεσαίες τσέπες σας.  Δεν επιμένουν οι Μερκοζί, δεν είναι σοσιαλιστές κι αριστεροί, έχουν κι άλλες δουλειές και παζάρια ζωτικότερα, έχουν και μια στοιχειώδη γνώση ότι κάθε έξωθεν ξεστράβωμα είναι οριακό κι ότι κάθε πατημένος οφείλει και τα καθ’ εαυτόν στον εαυτό του.  Παραπέρα, η μεσαία καθεστωτική τάξη άδικα τρώει τα σωθικά της με αλληλοκατηγορίες πως δεν διαπραγματεύεται, αφού για την πάρτη της παζαρεύει κι ελίσσεται και καθυστερεί  κι όλα τα δίνει – τώρα αν έτσι εντείνονται οι εξυγιαντικές ανάγκες και μεγαλώνει η βιαιότητά τους, τι να κάνουμε, μεταφόρτωση πάλι.  Δικαιολογημένα όμως τα τρώει σε εσωτερικούς διαγκωνισμούς μιας και η διάσωση δεν θα είναι για όλους – η πιο βάρβαρη μορφή τους είναι αυτή που ζητάει εξιλαστήρια θύματα, ακόμα κι ανάμεσα στα παιδιά και τ’ αποπαίδια της.
Όμως, τα πιο προχωρημένα τμήματά της κατανοούν ότι τα κλειδιά διάσωσής της είναι το επιτυχές ξεφόρτωμα μέρους του παρασιτισμού ( = αναγκαίος κι επιτυχής αυτοακρωτηριασμός) και η ικανότητά τους να ηγηθούν (σχεδιαστικά κι εφαρμοστικά) στα της πολιτικής και οικονομικής ανασυγκρότησης – ξέρουν πώς δεν έχουν αυτή την ικανότητα αλλά ξέρουν πως οι γύρω είναι χειρότεροι.  Εδώ έχουμε από μια άλλη σκοπιά το δράμα αλλά και το στοίχημα μιας χώρας όπου το μίγμα πατσατζόγλου και ρεχάγκελ αναδιοργάνωσης παίζει δυνατά ως αυριανός κοινός τόπος μεσαιοταξιτών και μερκοζί, που τώρα σφάζονται, αφήνοντας πάντα ανοιχτή τη δημοκρατική εναλλακτική.   Απ’ την άλλη τα πλέον περιφερειακά πολιτικά-μιντιακά της τμήματα ( Καρατζαφέρης, Αριστερά, Δημαράς, Τράγκας κτλ. )  ύψωσαν περήφανο εθνικό μπαϊράκι κατά των πιέσεων εξυγίανσης, οι μισοί ευθέως στο όνομα της μεσαίας τάξης και οι άλλοι ψευδώς στο όνομα της λαϊκής τάξης.  Είπαμε πιο πάνω ότι δεν είναι εδώ η στιγμή να αναλυθούν τα εθνικοανεξαρτησιακά , είναι όμως η ώρα να υπερκερασθούν στον προσχηματικό και τον μη νοηματικό τους χαρακτήρα – ο Ασσαντ της Συρίας σίγουρα δε συμφωνεί σ’ αυτό, οι  πυροβολούμενοι όμως σύροι καλούν απελπισμένα σε βοήθεια (τους ιμπεριαλιστές, όχι τον Αλλάχ ).  Τελικά, εκτός από τη σύγκρουση, υπάρχει και κοινός τόπος μερκοζί και κοινωνίας, υπάρχει κοινός τόπος των μερκοζί που ρητά και σ’ όλους τους τόνους ενοχοποιούν το πολιτικό προσωπικό (και σύστημα) και στον κόσμο που επιμένει συντριπτικά στο Ευρώ, υπάρχει κοινός τόπος ανάμεσα στην καπιταλιστική ΕΕ και την κοινωνική ελευθέρωση.   Δεν είναι παράταιρο αυτό, το παράταιρο είναι η κοινή διαδήλωση χαμηλοσυνταξιούχων και μεγαλοδημοσιογράφων – οι πρώτοι ασφαλώς κι έχουν δίκιο, οι δεύτεροι ασφαλώς ξέρουν τι κάνουν, το παράταιρο όμως παραμένει και  η λύση του γρίφου θέλει αυτιά μεγάλα.
πηγή Αντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου