Συναντήσεις με τον Τηλέμαχο

Συναντήσεις με τον Τηλέμαχο

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Διανοούμενο κρυφτό και βήματα μπρος-πίσω (μέρος Β')

Του Δημήτρη Τζουβάνου

9. Ο Γιώργος, ο παπατζής κι ο καθρέφτης

Δυό χρόνια μετά το θρίαμβο που γρήγορα μετετράπη σε μικρομειοψηφική διακυβέρνηση, ο Γιώργος έπεσε. Η κοινωνική αγανάκτηση κι αντίσταση που καθήλωσε την κυβερνητική πολιτική του, ο πάγιος στενοκομματικός αντικυβερνητισμός γύρωθεν, ο τυχοδιωκτισμός του νοεμβριανού δημοψηφίσματος κι ακόμα τραπεζοκουρευόμενοι και ψυχαράκηδες συνετέλεσαν αναλόγως – η σύμπτωση αντιδιαμετρικών στοχεύσεων είναι συχνότατη στην πολιτική ζωή. Το καθοριστικό ωστόσο ήταν η αδυναμία διακυβέρνησης υπό την ογκούμενη κοινωνική αντίσταση και οι συνακόλουθες συγκυβερνητικές ανάγκες που απ’ το καλοκαίρι εκφράστηκαν πιεστικά – αν είχε νιονιό ο νιόνιος η συγκυβερνητική ανάγκη θα μπορούσε να εκφραστεί ως μεταπολιτευτικό άλμα κι όχι ως συστημική αναδιάταξη, εξ ού φαίνεται το ποιός και γιατί είναι ο νιόνιος.
Ας σημειώσουμε εδώ ιδιαίτερα το αντισυστημικό κράξιμο στη Σαλονικιά παρέλαση αμέσως μετά τη γιουροσυμφωνία της 26-10-11 και τους κλυδωνισμούς (κι αποκεφαλισμούς) στο στρατό που δεν αφορούσαν βέβαια την απειλή κάποιας εκτροπής, όπως ψιθυρίστηκε, αλλά οπωσδήποτε την αυξανόμενη μουρμούρα που κυοφορείται εκεί με κίνδυνο τη σύγκλιση του στρατιωτικού φρονήματος μ’ αυτό των αγανακτισμένων, μ’ όλη τη σημασία του. Αυτό μάλιστα, ως προοπτική ανεξέλεγκτης μεταπολιτευτικής περιπέτειας εξώθησε εσπευσμένα το Γιώργο στα περί δημοψηφισματικής προσφυγής στο λαό και την ακόλουθη ρήξη με τους έξω, τους μέσα και τους πιο μέσα.
Καθώς στα δημοψηφισματικά ψευδοδημοκρατικά και στα πετσάλνικα τερτίπια-απόνερα της πτώσης υπογραμμίζονται έντονα τα παπατζίδικα του ανδρός, δε βρίσκει εύκολα χώρο η κραυγή του ότι λιθοβολείται ενώ σταυροκουβαλά. Ολοι γνωρίζουμε το Γιώργο ως συμπρωταγωνιστή της καταστροφικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ επί χρόνια, ως πρωταγωνιστή της μεταναστευτικής άλωσης της χώρας και της ιστορικής αμνησίας, του σχεδίου Ανάν και του καραχασανισμού, της αμερικανιάς και της κεϋνσιανής φούσκας, της ψευδοτεχνολογίας και του πρασινάλογου, του μανανδριανοπουλισμού και του προσωπικού κρατικοκομματικού απαράτ, της ψευδοδιαβούλευσης και της απόκρυψης των ουσιωδών, της υπονόμευσης του Καραμανλή και της Βατοπεδινής σκευωρίας, του ψεύδους ότι λεφτά υπάρχουν και των απατηλών εκμαυλισμών, της μαγειρεμένης διόγκωσης του ΝΔ ελλείμματος και του μνημονίου, των υποχωρήσεων στις παρασιτικές πιέσεις και της συνθλιπτικής για τους αδύναμους κατανομής των βαρών. Και πολλοί γνωρίζουμε την από μέρους του περαιτέρω διαμόρφωση ενός κομματικού εξαμβλώματος σε πλήρη αποκοπή απ’ την κοινωνική εκπροσώπηση, σε πλήρη αποκοπή απ’ την πολιτική σκέψη και τη δημοκρατική λειτουργία, σε πλήρη συντονισμό με τον εξωθεσμικό βρόγχο στην κοινωνία και τον παρασιτισμό κάθε είδους, με μαζικά κι άμεσοδημοκρατικά εκλεγμένο τον προεδρικό ολοκληρωτισμό και πολύβουη την αυλή από ανόητους διάνους.
Παρ’ όλα αυτά καθόλου δεν ισχύει η διακινούμενη από εξωθεσμικούς κι εξυπνάκηδες άποψη ότι ο Γιώργος είναι ανόητος. Μ’ όλα τα κατά περίπτωση ανόητα, ο Γιώργος έχει επιδείξει πολιτικές και τακτικές ικανότητες ανάλογες μ’ αυτές που αξίζουν στο προοδευτιλίκι μας, αλλά κι ανάλογες ενός ριζοσπαστισμού και μαχητικότητας που λίγοι διαθέτουν, κι όσοι διαφωνούν ας παραθέσουν ονόματα. Μα ούτε ισχύει το βαρύτερο που του καταλογίζεται από πολλούς ( κι απ’ το Μίκη, ιδιαίτερα, δυστυχώς ) ότι όλα τούτα δεν είναι θέμα ανικανότητας αλλά εντεταλμένης αντεθνικής μεθόδευσης. Μ’ όλα τα τυχόν καταστροφικά αποτελέσματα κάποιας πολιτικής ή όταν αυτή έχει πλευρές αμφιλεγόμενες ή συγκρουόμενες με το κοινό αίσθημα ως συνήθως ισχύει στα δύσκολα ( πχ. Ζυρίχη ή Ανάν ή μεταναστευτικό κτλ.) η εύκολη προδοτολογία είναι αυτοχειριαστικό παπατζιλίκι, κι αυτή τη φορά όχι απ’ το Γιώργο, ούτε απ’ τον Ανθιμο. Το ζήτημα κατά κύριο λόγο αφορά την κοινωνική εξουσιοδότηση για τις πολιτικές αυτές, και μάλιστα όχι τη στενά τυπική ως ορύονται οι απολιτίκ συνταγματολόγοι (πχ. ο Μεταξάς του ΟΧΙ, δεν τη διέθετε) κι εν τέλει αποτελεί ζήτημα δημοκρατικής ουσίας και πολιτείας που υπέρκειται των τυπικών θεσμών. Επ’ αυτού κυρίως ευθύνεται ο Γιώργος έχοντας υποκαταστήσει (και αυτός) την αναγκαία δημοκρατία με την φιλελελεύθερη ΚΑ των «δυναμικών μεσοστρωμάτων» και τα εκεί όρια, που είναι φυσικά και τα δικά του όσο κι αν απέχει του λοιπού ΚΑ εσμού. Αυτό πού κυρίως όφειλε κι επί του οποίου είναι υπόλογος ήταν το αναγκαίο δημοκρατικό βήμα ( το έγκαιρο, παιδευτικό και διαρκές πολιτειακό δημοψήφισμα, ας πούμε σχηματικά), δηλ. η συνδρομή στην υπέρβαση του πολιτικού συστήματος για την οποία υπήρχε όλος ο χρόνος και οι ευκαιρίες, απ’ την ανάληψη της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ έως την πρόσφατη πτώση του. Για να το πούμε αλλοιώς, ο Γιώργος δεν είναι υπόλογος για εθνική μειοδοσία ή τυπικές συνταγματικές παραβιάσεις όπως α-πολιτικολογούν πολλοί, αλλά για καταστροφικό πασοκοπαπατζιλίκι – επί πρωτοπαπά κι επί νίκω κι επί κεντροαριστερά κατηγορείται ο Γιώργος.
Περαιτέρω οι καταλογισμοί για ελλειπή ελληνικότητα του Γιώργου αφορούν επίσης μιζέριες και τύφλες. Μ’ όλη την αμερικανιά (που κάλλιστα μπορεί να συνυπάρχει συνεργικά, και συνυπάρχει σε πλήθος συμπατριωτών) ο Γιώργος έχει παιδεία και συνείδηση βαθειά ελληνική, βαθύτερη από πολλούς φουστανελάδες, κι ας μη σταθεί κανείς εδώ στα ζεϊμπέκικα ή τα λαζοπουλοσαρδάμ.
Τέλος, βαρύνεται ο Γιώργος με τα των 3 οικογενειών που κυβερνούν μισό αιώνα. Δεν ήταν ίδιοι όλοι αυτοί, ούτε η Ντόρα είναι Γιώργος ή Καραμανλής, ούτε ο Σημίτης ή οι συγκυβερνήσεις του 89-90 ήταν των οικογενειών. Και βέβαια οι φαναριώτες δεν ήταν Μακρυγιάννηδες, ήταν όμως ρωμιοί και μάλιστα χρήσιμοι στη χώρα μ’ όλα τους τα κουσούρια. Όπως και να ‘χει ήταν ( και είναι, κάπως ) στο χέρι του Γιώργου να διαχειριστεί το όνομα που κληρονόμησε, κοιτάζοντας όμως και το ρολόϊ που επίσης έχει κληρονομήσει.
Δεν δικαιούται να κραυγάζει για σταυρούς και λιθοβολισμούς ο Γιώργος, επέλεξε το ΚΑ παπατζιλίκι κι αυτό επιστρέφει εναντίον του ως λίθος, πρώτα απ’ τους ίδιους τους κομματικούς και ιδιαίτερα τους προσωπικούς του φίλους ( ιστορικούς και νέους – εδώ ένα παράπλευρο ζήτημα με πολιτικό κι ανθρωπολογικό ενδιαφέρον ) εξ άλλου το βαρύ σταυρό δεν τον κουβαλά αυτός αλλά οι πιο αδύναμοι Ελληνες. Άλλο όμως τι δικαιούται αυτός κι άλλο τι υποχρεούται η κοινωνία επ’ αυτού, όπου και η συνέχεια.
Για να κοιτάξει κανείς το Γιώργο κατάματα, όπως και τον καθρέφτη του ή το αύριο του παιδιού του, δεν αρκεί να του ανεμίσει τις αμαρτίες του όλες, ούτε καν να του δείξει τις δικές του πληγές – ο άνθρωπος του παράπονου και της οργής, απέχει απ’ τον άνθρωπο του δίκιου και της δικαίωσης. Για να κοιτάξει κανείς το Γιώργο κατάματα, πέρα απ’ το κοψοχέριασμά του, οφείλει να απαντήσει πρώτα σε δυό ερωτήματα που αφορούν την πολιτεία του και την πολιτεία μας, και παραμένουν επίκαιρα και καυτά. Το ένα το έχει απευθύνει σ’ όλους επανειλημμένα ο ίδιος, το άλλο έχει τεθεί από πολλές κατευθύνσεις με τη μορφή κριτικής στη μνημονιακή μεθόδευση από μέρους του.
Ξεκινώντας απ’ το δεύτερο θα δεχθούμε, κι όχι μόνον ως απλή υπόθεση εργασίας, ότι η πορεία στο μνημόνιο, τουλάχιστον μετά τους πρώτους μήνες της θητείας του το 2009, μεθοδεύθηκε απ’ τον ίδιο. Θα παρακάμψουμε εδώ τη συζήτηση για τα κίνητρα και το ιστορικό στα οποία έχουμε αναφερθεί παλιότερα, και θα επαναλάβουμε μόνον ότι τα προδοτικά-συνωμοσιολογικά που διακινήθηκαν ως ερμηνεία είναι βλακώδη και κακιασμένα. Θα δεχτούμε επίσης ότι το μνημόνιο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν η χώρα ξεκινούσε έγκαιρα την αναγκαία ανατακτική προσπάθεια απέναντι στην ήδη πτώχευσή της, προσπάθεια λιγότερο επώδυνη και βίαιη απ’ τη σημερινή, πλήν σαφώς επώδυνη. Το ερώτημα είναι αν πολιτικό σύστημα και κοινωνία το 2009, θα αποδέχονταν να αναλάβουν μια τέτοια μακρά και δύσκολη προσπάθεια χωρίς την έξωθεν ασφυκτική πίεση (και βοήθεια). Αυτογνωστική ειλικρίνεια χρειάζεται εδώ, συναίσθηση του πανταχόθεν σημερινού πολιτικού λόγου και μνήμη του τότε πολιτικού λόγου, καθώς και μνήμη της μαύρης ψήφου στον Καραμανλή του «λεφτά δεν υπάρχουν». Αυτογνωστική ειλικρίνεια. Καθόλου αυτό δεν δικαιώνει τα ΓΑΠ εγκλωβιστικά τερτίπια, απέναντι στα οποία όμως δεν δικαιώνονται ούτε οι εύκολες συνταγές ούτε η προδοτολογία ούτε οι στρουθοκαμηλισμοί. Υπογραμμίζει μόνο την ανάγκη για εκείνη την πολιτεία και πολιτική που υπερβαίνει την αλλότρια Δ-ΚΔ-ΚΑ-Α και τα οργανικά τερτίπια της, την ανάγκη για μια πολιτεία και πολιτική ικανή να διατυπώσει και αντιμετωπίσει τα βιοτικά προβλήματα με κοινωνική ευθύνη, μια πολιτική πέρα απ’ αυτή που έχει ως οροφή την «αναγκαία διαχείριση της κοντόφθαλμης αγέλης» και το μνημονιακό διασωστικό της μάντρωμα.
Περνάμε στο πρώτο ερώτημα, που ο ίδιος το έθεσε επανειλημμένα και με σαφήνεια. Μπορούμε να σπάσουμε οποτεδήποτε το μνημόνιο. Να το κάνουμε ; Γνωρίζουμε τη στενή απάντησή (μας), μα αν μας στενεύει η στενότητα δεν αρκεί να την ονομάζουμε φαρδύτητα ούτε να την ξορκίζουμε. Τότε ;
Πρώτα, ξανά δυο λόγια για τις επαναδιαπραγματευτικές αστειότητες. Στο παρόν πολιτειακό χάλι και στα όρια απόδοσης πού αυτό προδιαγράφει, διαπραγμάτευση έγινε και γίνεται απ’ το Γιώργο και το λοιπό γνωστό προσωπικό και οι βελτιωτές εδώ περισσεύουν όπως και η ρεζιλυποκρισία τους, καθώς έγινε πολλάκις φανερό την περίοδο αυτή. Βεβαίως επαναδιαπραγμάτευση ουσιαστική και με πραγματικά περιθώρια και νόημα, απαιτεί ομοψυχία και πολιτικότητα πέραν του μυξοπαζαριού του ζήτουλα, που μόνον ένα πολιτειακό άλμα μπορεί να εξασφαλίσει, κι αυτό δεν το πετύχαμε ακόμα, αφού περί άλλα τυρβάζουμε, ο πεινασμένοι και οι χορτάτοι.
Περαιτέρω θα σταθούμε στη γνωστή αριστερή κριτική, και δη όχι στα φαύλα λογοκοπικά της στοιχεία, αλλά στα βαθύτερα ιδεο-στρατηγικά, αυτά της «αποδομητικής-ασυμμετοχικής πολεμικής». Θα σταθούμε κατ’ αρχήν για να πούμε ότι η στρατηγική της αποσαθρωτικής πλειοδοσίας, οργανικά δημαγωγική και σχεδιασμένη πρό αιώνος για να κοπαδιάσει μουζίκους κι ασύνειδα πλήθη κάτω απ’ το (ψευδο)ελευθερωτικό κόμμα, έχει τελειώσει ως μη κοινωνικά αποδεκτή – δεν είναι τόσο ασύνειδα τα πλήθη σήμερα αφού έμαθαν ότι αποδόμηση και οικοδόμηση πάνε μαζί, αν είναι όντως δικές τους. Θα διατυπώσουμε επίσης το ερώτημα που έχει σκεφτεί κι απαντήσει όλος ο κόσμος. Αν – λέμε τώρα – σ’ ένα κλικ προέκυπτε μια κυβέρνηση «του λαού» σήμερα, μ’ αυτούς εκεί στη θέση τούτων δω, τι θα ‘κανε ακριβώς με τα μνημόνια και τα λοιπά η κυβέρνηση αυτή, θα τα έσπαγε ή θα κρεμιόταν απ’ αυτά σαν το νιάνιαρο στο βυζί, και σε τι ο Στρατούλης και ο Μαϊλης κι ο Μαντρέκας θα μπορούσαν να συγκριθούν ( και ως πολιτική βούληση, κι από κάθε άποψη ) με το Γιώργο, τον χιλιοτρύπητο ; Λέμε τώρα…
Ο Γιώργος, είναι ένα πρόσωπο τραγικό – στοιχεία ριζοσπαστικά, αμερικανιές, παπατζιλίκι, ΚΑ όρια, τζιτζιφρίγκοι τριγύρω και βουνά ευθυνών και μεγάλη της χώρας καμπή – ένα απ’ τα τόσα πρόσωπα μιας χώρας που πασχίζει να βρεί το πρόσωπό της, ένα πρόσωπο που ήδη βαδίζει στην κάθαρση. Δεν είναι η πτώση και το ανάθεμα η κάθαρση, ο Γιώργος πολύ μπροστά από άλλους πολλούς είχε συμφιλιωθεί μ’ αυτή, και δε μιλώ για την κουτσή καρέκλα που συνεπαίρνει άλλους, για το λιθοβολισμό μιλώ, μ’ αυτόν ακριβώς είχε συμφιλιωθεί ξέροντας πώς τα ‘χει αυτά η ζωή και η πολιτική (ζούγκλα) ιδιαίτερα, ελπίζοντας ωστόσο σε ιστορική δικαίωση κάποτε, όπως κι ο Κώστας που λιθοβολούσε ο ίδιος. Κάθαρση είναι η τωρινή γνώση καθώς την αποκτά, η γνώση πως ούτε αυτή η δικαίωση έχει έδαφος και σημασία και νόημα, μα πως παρ’ όλα αυτά η ζωή, η πολιτική ζωή, έχει το νόημά της. Δεν γνωρίζω σε ποιό βαθμό το έχει αυτό πράγματι καταλάβει, νομίζω περισσότερο απ’ όσο έχει καταλάβει τα όρια της ΚΑ, και περισσότερο απ’ όσο οι πιο πολλοί κριτικοί του. Ούτε γνωρίζω πώς ακριβώς αυτά θα ορίσουν τις στριμωγμένες πια επιλογές του, που θα εξακολουθήσουν να έχουν κάποια σημασία έτσι κι αλλοιώς, μέσα στο γυμνό και πολύβουο πολιτικό τοπίο. Μα πιο πολύ σημασία ίσως έχει το αναγκαίο βλέμμα στο Γιώργο, όχι ως οφειλόμενη απόδοση Δικαίου – υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα άδικα και προτεραιότητες στον τόπο – αλλά επειδή το ανοιχτό βλέμμα στους πρωταγωνιστές των κρίσιμων καιρών αποτελεί βασικό στοιχείο κοινωνικής αυτογνωσίας και χειραφέτησης.

10. Ο Μίκης και το τέλος της εθνικολαϊκής επιστήμης
Ο Μίκης είναι χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικού διανοούμενου. Διανοούμενος, αν και δεν είναι θεωρητικός ( τυπικός παραγωγός θεωρίας ) είναι ταυτόχρονα πολιτικός, όχι με την έννοια του πολιτευόμενου ή του κομματικού στελέχους αλλά της αδιάλλειπτης παρουσίας και παρέμβασης στα πολιτικά πράγματα. Απ’ αυτή την άποψη, ανεξάρτητα απ’ τις ειδικότερες πολιτικές θέσεις του, αποτελεί κορυφαίο πρότυπο, χρήσιμο στην α-πολιτίκ ή υπο-πολιτίκ διανόηση.
Η περίπτωση του Μίκη έχει ιδιαίτερη σημασία από πολλές πλευρές, και οπωσδήποτε καταδεικνύει τα όρια ακόμα και μεγάλων προσωπικοτήτων, μπροστά στην πυκνότητα των καιρών, μπροστά στις σημερινές ιστορικές προκλήσεις που κινούνται ταχύτατα για να βρεθούν τελείως έξω απ’ το βεληνεκές του αριστερού λόγου.
Για να κατανοηθούν τα όρια του Μίκη πρέπει πρώτα να κατανοηθεί το μέγεθός του. Οχι αυτό του μεγάλου μουσικού που όλοι αναγνωρίζουν και που πολλοί προβάλουν με τρόπο που κρύβει το πολιτικό του μέγεθος. Ούτε αυτό του αγωνιστή που βρέθηκε πάντα μπροστά, απτόητος από διώξεις, ακατάπαυστα απ’ την κατοχή ως τις μέρες μας. Οχι πώς ο αγωνιστής κι ο μουσικός δεν βρίσκονται ήδη μέσα στον ιδεολόγο και πολιτικό Μίκη, όχι πως το καθένα απ’ αυτά δεν τρέφεται και και δεν τρέφει το άλλο, κάνοντας όλα μαζί τον μεγάλο αυτό Ελληνα. Μα υπάρχει πάντα η ειδικότερη πολιτική και στοχαστική πλευρά στους ανθρώπους, ιδίως στους πολιτικούς διανοοούμενους, απαιτώντας την ειδικότερη ανάγνωσή της. Η ειδικότερη πολιτική ανάγνωση όμως ανθρώπων ( όπως και καταστάσεων ) δεν είναι εύκολη, ιδίως οταν αυτοί κινούνται μπροστά απ’ τα εκάστοτε αναγνωστικά στερεότυπα, συνεισφέροντας μοναχικά κι επίπονα στην ίδια την αναδιαμόρφωσή τους - και τέτοια είναι η περίπτωση του Μίκη.
Δεν θα επιχειρήσουμε εδώ μια ανάλυση της πολιτικής σκέψης-πράξης του Μίκη, όπως μέτρησε και μετρά στα κοινωνικοπολιτικά μας πράγματα και την πολιτική σκέψη ειδικότερα. Θα προσπαθήσουμε ωστόσο επιγραμματικά να σκιαγραφήσουμε το πολιτικό-στοχαστικό του μέγεθος καταθέτοντας εμμέσως και παράλληλα, τα σχετικά κριτήρια.
Ας τονίσουμε εξ αρχής ότι δεν είναι ο Μίκης απαλλαγμένος από ελλείψεις, αντιφάσεις, εγωϊσμούς και πάθη, μερικές φορές κραυγαλέα, άλλες ομολογημένα-ξομολογημένα, έστω κι αν είναι έτοιμος για έμπρακτη μετάνοια, όσο ελάχιστοι. Ούτε είναι
ένας βούδας προσηλωμένος στον ομφαλό της σοφίας, μα ένας νέος 9 δεκαετιών, σε διαρκή ωρίμαση και σε εκρηκτική αισθητική δοσοληψία με τον Κόσμο γύρω του. Είναι άνθρωπος με εξάρσεις, παύσεις και υφέσεις ασφαλώς ή και με χασμωδίες, αλλά και με σχεδόν τραγική αίσθηση της μη αυτάρκειας και του πληρωτέου. Είναι μοναδικός και ιδιαίτερος, όπως όλοι μας, αλλά και μέτοχος του κοινού λόγου και των πολώσεών του, επίσης όπως όλοι μας.
Δεν είναι ο Μίκης ο μόνος πολιτικός που νοιάστηκε για τον τόπο, που σήκωσε αντάρτικο δεξιά ή αριστερά, που πλήρωσε ακριβά, που αξιώθηκε πότε ανάθεμα και πότε αναγνώριση, που πέτυχε σε πολλά ή αστόχησε αλλού. Μα εδώ είναι ένας αντάρτης διαρκής, αντάρτης δεξιά κι αριστερά ταυτόχρονα, πάντα υψώνοντας παρ’ όλα αυτά ενωτική κι ενοποιητική σημαία όπως ελάχιστοι, δείχνοντας έμπρακτα την ανάγκη δύσκολων υπερβάσεων, παλεύοντας συχνά ολομόναχος κόντρα στο ρεύμα, ιδίως παλεύοντας σπαρακτικά κόντρα στο φίλιο ρεύμα, πασχίζοντας να δώσει δημιουργικό νόημα στη Συνέπεια μακρυά απ’ την εγωϊστική «συνέπεια» των νοθρώνοων κριτών, απτόητος απ’ τις κρετινοκριτικές και τα τυφλωτικά μικρά τους «δίκια», χαράσσοντας το δρόμο ως δρόμο καρδιάς και νού, πάντα σε επαφή με παραδόσεις και θεωρίες αλλά και πάντα πιστός στη μεγάλη επιταγή τους, αυτή του να επιχειρεί κανείς μπροστά απ’ αυτές τις ίδιες, με πλήρη επίγνωση ότι αυτό το μπροστά είναι πάντα Χρέος όσο και συχνά Τραγωδία. Θέλει αρετή και τόλμη να στηθείς στον τοίχο, μα η απόφαση να βρίσκεσαι διαρκώς στον τοίχο απλώνοντας το χέρι, είναι η ελευθερία η ίδια.
Δεν είναι ο Μίκης ο μόνος στοχαστής που στάθηκε βασανιστικά στα στραβά και τα διορθωτέα, τα εθνικά και τα οικουμενικά, τα κοινωνικά και τα πατριωτικά, τα δημοκρατικά και τα επαναστατικά, τα οικονομικά και τα πολιτικά, τα ιδεολογικά και τα θεωρητικά… σειρές ζευγάρια αχώριστα κι όλα μαζί ενα βήμα ή ένα άλμα μπροστά από απλουστεύσεις του συρμού και του χαμού, κυρίαρχες ωστόσο και λαμπρές μέσα στην παρακμή τους. Μα εδώ είναι ένας στοχαστής που έχει κατακτήματα σκέψης σ’ όλα αυτά τα ζητήματα μαζί, ξεπερνώντας έτσι κορυφαίους στοχαστές της εποχής μας, έλληνες και ξένους, παρά τα μεγαλύτερα κατά τομέα άλματα πολλών – ένας δεκαθλητής με το δικό του μοναδικό ρεκόρ. Και παράλληλα, ένας στοχαστής-ορισμός τού οργανικού διανοούμενου, ένας μοναδικός στοχαστής της Πράξης, υπαρξιακά Πολίτης και αυτονόητα Πολιτικός. Ένα διαρκές Στοχαστικό-Πολιτικό «Παρών», φανάρι ενός μισοχαμένου κοπαδιού σ’ ένα μισοχαμένο κόσμο. Ένα μεγάλο πολιτικο-στοχαστικό μέγεθος σε διεθνή κλίμακα, χωρίς αντίστοιχη αναγνώριση παρ’ όλα αυτά εν μέσω άγνοιας και διεθνούς ενημερωτικού Μπερλουσκονισμού κι ανάλογων προτύπων.
Ο μεγάλος μας αυτός Μίκης λοιπόν, 9 δεκαετιών νέος, αντέδρασε ως όφειλε στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η κοινωνία και η χώρα μας, με τη χαρακτηριστική του σπίθα. Ταυτόχρονα όμως, η ιδεοθεωρητική αρματωσιά του, μ’ ολη τη δύναμή της, καταδείχθηκε ανεπαρκής μπροστά σε πολιτικά στοιχήματα που την ξεπερνούσαν. Η εθνικολαϊκή στρατηγική, τελείως αδύναμη πλέον και στα δυό της σκέλη, ο μετωπισμός που θέλει να αναπληρώσει την αναπτυγμένη κοινωνική συνειδητότητα και την αντίστοιχη ενότητα, η επιστήμη της επανάστασης (καθώς τη λέει ο ίδιος) που επιθυμεί να εντάξει την ελευθερωτική διαδικασία στα όρια της (σωστής) αριστερής σκέψης-πράξης, συνθέτουν φανερά υποκειμενικά όρια κι αδυναμία κατευθυντήριας συμμετοχής στα πράγματα που τρέχουν. Για να επαναλάβουμε την πρό μηνών διατύπωσή του, η ίδρυση της ΚΑΠ-ΣΠΙΘΑ αποτέλεσε γι αυτόν ένα Χρέος και η εξέλιξή της ( μέσα σε λίγους μήνες ) μια προσωπική Τραγωδία.
Η πολιτική αντίληψη που κατατέθηκε στην ιδρυτική διακήρυξη-κάλεσμα της ΚΑΠ, αποτύπωνε ήδη κρίσιμες ιδεολογοπολιτικές προόδους της κοινωνικής συνείδησης απέναντι στα πράγματα, όσο και ιδιαίτερα κρίσιμες υπερβάσεις του γνωστού λόγου της αριστεράς. Δεν θα επαναλάβουμε εδώ ειδικότερες αναφορές που έχουμε κάνει σε παλιότερη αρθρογραφία μας, ή σχετικές παρουσιάσεις. Θα σημειώσουμε όμως ότι οι όποιες ελλείψεις κτλ. – τυπικές ή ουσιαστικές – στην πολιτική προβληματική της ΚΑΠ, παρέμεναν δευτερεύουσες κι αντιμετωπίσιμες στο προβλεπόμενο λειτουργικό της πλαίσιο. Θα σημειώσουμε επίσης ότι θεωρούμε την τοτινή ή μετέπειτα κριτική στην προβληματική αυτή, από κόμματα και πολιτικές ομάδες, απλή επανάληψη του ψόφιου αριστερού ή κεντροαριστερού λόγου στις διάφορες εκδοχές του.
Φυσικά η πολιτική αντίληψη αυτή έγινε ελάχιστα κατανοητή απ’ το συρφετό που προσέτρεξε να στελεχώσει την ΚΑΠ – πράγμα αναμενόμενο εν πολλοίς – διαμορφώνοντας έτσι αφετηριακά, μια κατάσταση αναντιστοιχίας ανάμεσα στην πολιτική και το δυναμικό της Σπίθας. Πολύ περισσότερο όταν η αντίληψη αυτή δεν ήταν ολόπλευρα αφομοιωμένη απ’ τον ίδιο το Μίκη, αιωρούμενο ανάμεσα στα αριστερά και τα μετα-αριστερά του βιώματα και κατακτήματα. Ετσι η απάντηση του Μίκη στις Σπιθικές ελλείψεις ήταν δυστυχώς όχι μια δια-μορφωτική πολιτική όπως τη διακήρυσε ως ανάγκη, αλλά μια λενινιστική καρικατούρα, μια ιδεολογοπολιτική οπισθοχώρηση στα ημαρτημένα της αριστεράς – συγκεντρωτισμός, τερτίπια, καπελώματα, διαγραφές κ.τ.λ. «δικαιωματικές υποχρεώσεις της πρωτοπορίας». Εδώ εκφράσθηκε η ασταθής υπέρβαση του αριστερού λόγου από πλευράς Μίκη και η σοβούσα τάση υποστροφής του στον «υπαρκτό συγκεντρωτισμό», εν μέσω της γενικότερης υπερβατικής του πορείας. Αλλ’ όχι μόνο εδώ. Γιατι παράλληλα επιβλήθηκε ως υποκατάστατο της ιδρυτικής του κατάθεσης, η πολιτική του «Α.. ως ..Ω» δηλ. η απαίτησή του για πειθαρχημένη στήριξη από πλευράς ΚΑΠ μιας πολιτικής που ο ίδιος έχει υπ’ όψην του, μιας πολιτικής που θα έπρεπε να εμπιστευθούν όλοι από θέση ήσσονος μετόχου και περιφερειακού εφαρμοστή, μιας πολιτικής που ξετυλίγεται όπως οι παρτιτούρες του ξεκινώντας σήμερα απ’ το Α και που απέχει χρόνους πολλούς ως το Ω και την τότε εφικτή δημοκρατία. Όλα αυτά συνοδεία των «ατσάλινων» προτύπων κι οδηγιών – τύφλα νάχουν τα Στάλι-Νιάρ και τα ΚάργαΚΚΕ. Οι αταβισμοί αυτοί, που φυσικά στάθηκαν διαλυτικοί, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν «λενινιστικά», τουτέστιν απ’ την αγραμματοσύνη και την αλλοτρίωση του πλήθους που καθιστά αναγκαία τη σταλινική οδήγηση. Η ανεπάρκεια είναι αφετηριακά δεδομένη στις πολιτικές κινήσεις και ήταν έντονη κι εδώ, ως είχε συχνά επισημανθεί, βοούσε πχ. στα παραληρήματα μελών της ΚΑΠ ( αμεσοδημοκρατίες κ.τλ ) που άλλωστε ο ίδιος ενθάρρυνε ή της ΣΕ που ο ίδιος συγκρότησε ( αντιευρωπαϊσμοί, δραχμεπιστροφές, προδοτολογίες κτλ ). Το ζήτημα είναι πλέον κι από ετών, το Πώς αίρεται η ανεπάρκεια αυτή μέσα απ’ το Αμεσο Βάθαιμα της Δημοκρατίας, κι όλα τα υπόλοιπα είναι της αριστεράς της τελειωμένης-Τέλος.
Ολα τούτα υπογραμμίζουν πως οι ιδεολογοπολιτικές υπερβάσεις του Μίκη στάθηκαν ανεπαρκείς, παγιδευμένες στον αριστερό λόγο, κι ετσι αδιέξοδες ενώπιον των προκλήσεων, μαζι και της προοπτικής της ΚΑΠ. Δεν έχει πραγματικό νόημα εδώ η άποψη ότι «ο Μίκης ήταν πάντα έτσι», η αναζήτηση αιτίων στα πέραν των αριστερών αδιεξόδων, η ασώματη καταγγελία της αριστερής παθολογίας, ακόμα και η δική του κατά καιρούς ερμηνεία – αδύναμη κι απορημένη. Αυτό που έχει σημασία είναι να κατανοηθεί το ειδικότερο πολιτικό όριο του Μίκη ως ανεπαρκής και υποστρέφουσα υπέρβαση της αριστεράς, παρ’ ότι η υπέρβαση αυτή στάθηκε πρωτοποριακή στα όριά της, και σηματοδοτική για το μέλλον και τα αναγκαία της πολιτικής σκέψης.
Η ανεπάρκεια στη Μίκεια υπέρβαση της αριστεράς, εκφράσθηκε περαιτέρω στην πολιτική ζύμωση και δράση (?) της ΚΑΠ με τρόπο πλέον ιλαροτραγικό. Εδώ, η σύνθετη και υπερβατική πολιτική που διακηρύχθηκε, σύντομα συρρικνώθηκε σε μια παράθεση απλουστεύσεων. Η αντιμνημονιακή μονομέρεια και στενότητα, ο υποπολιτίκ νομικιστικός ακαδημαϊσμός, η προδοτολογία, η τύπου τράγκα («σοκ και δέος» κτλ. ) ανάγνωση των σύνθετων διεθνών κι ευρωπαϊκών διεργασιών, η εθνική ανεξαρτησία νοούμενη με όρους ανιστορικούς και συσκοτιστικούς – κάτι σαν εθνικόφρον κουκουέ – συνόδευσαν ειδικότερες αστοχίες, αποπαιδευτικές παρεμβάσεις και υστερικούς ακτιβισμούς. Και για την πέραν πάσης αμφιβολίας διαμόρφωση ενός τέτοιου προσανατολισμού, ένα νέο ΕΑΜ ( ακριβώς ένα εθνικόφρον-εθνικολαϊκό κουκουέδικο μέτωπο ) προτάθηκε ρητά στην κοινωνία ως ελευθερωτικός κοινωνικός φορέας, ενώ έγινε και προσπάθεια να επιβληθούν ως καθοδηγητές του κι επικεφαλής στη Σπίθα κάποιοι τηλεπαλιάτσοι του τζάμπα εθνικολαϊκισμού. Οι μωροφιλοδοξίες των τελευταίων μάλιστα έστρεψαν το Μίκη σε εκλογοπροσανατολισμούς και αστειότητες περί μεγάλου εκλογοποσοστού 53% ενώ μόλις πρίν ο Μίκης μιλούσε στα προπύλαια για κυβέρνηση ειρηνικής επανάστασης και για τη ματαιότητα μερικών εδρών «στα ορεινά της βουλής» - τα 2 αυτά σημεία αφαιρέθηκαν απ’ τη δημοσιευμένη έπειτα ομιλία του. Κι αυτά έγιναν ακριβώς τη στιγμή που το κίνημα της αγανάκτησης και οι συστημικοί τριγμοί στη χώρα κορύφωναν την ανάγκη προσανατολιστικού λόγου και διέξοδων παρεμβάσεων. ( Την ουσιαστική διάλυση της Σπίθας στη συνέχεια δεν απέτρεψε κάποιο πανελλήνιο συνέδριο το φθινόπωρο που εξέλεξε κάποιο κεντρικό όργανο εν μέσω αλληλοκαταγγελιών περί τις ψηφοφορίες τις καταμετρήσεις και τα συναφή μιζεραδιέξοδα. )
Η συνολική εδώ υποστροφή του Μίκη στα αριστερά-εθνικολαϊκιστικά-μετωπικά, σήμανε και την πολιτική αποκοπή του απ’ την κοινωνία και τις αγωνίες της, την αποσυμπίεση της στριμωγμένης απ’ την πλατεία συστημικής αναπαραγωγικής πολιτικής, την κατασπατάληση ενός μεγάλου πολιτικού κεφαλαίου σε ευκαιριακά-μετωπικά αδιέξοδα, την απώλεια μιας μεγάλης ευκαιρίας για την κοινωνία, μια απώλεια που ήδη βιώνει ο ίδιος ως προσωπική Τραγωδία. Η μεταβατική κυβέρνηση προς μια αναγκαία μεταπολίτευση, μια κυβέρνηση mix πλήν επαρκής για να δρομολογήσει μια πορεία προς τη βαθειά δημοκρατία και την ολική ανασυγκρότηση κι αναγέννηση της χώρας, παίχτηκε το καλοκαίρι και χάθηκε, πριν γίνει καν αντιληπτό. Χάθηκε σαν ατελέσφορο τότε παζάρι Γιώργου-Σαμαρά, παζάρι που είχε νέα ευκαιρία και συγκυβερνητική κατάληξη το Νοέμβρη, απόντων απάντων όσων όφειλαν ( θέσει και εμπειρία ) να υποθάλπουν, αναμένουν και διακρίνουν τα ρήγματα που η κοινωνική πίεση δημιουργεί στο σύστημα καθώς και να τα αξιοποιούν αναλόγως προς μια αποφασιστική μεταπολίτευση. Την ίδια περίοδο κι ενώ η πνευματική ηγεσία της χώρας, περιστασιακά πολιτικολογούσα, ηθικολογούσα και ρεαλιστικολογούσα παρέμενε α-πολιτίκ κι ανέπαφη με τα δέοντα, ο Μίκης υπέστρεφε στον αριστερό εαυτό του. Ετσι η Κοινωνία, φυσιολογικά στα χωρίς ταγούς αντιληπτικά όριά της, μαζί κι ο Μίκης δυστυχώς, χάνονταν συνθηματολογώντας στο στενό αντιμνημονιακό μήκος κύματος, τα αόριστα αντισυστημικά, τα ανόητα αμεσοδημοκρατικά, τα οριακά γιαουρτοϋβριστικά. Βέβαια το πραγματικό στοίχημα, το στοίχημα μιας άμεσης βαθειάς δημοκρατικής-ανατακτικής στροφής στο πλαίσιο του ευρωπαϊκου δρόμου διαρκεί ακόμα αλλά το σύστημα ήδη έχει ανακτήσει κάποιο απ’ το χαμένο έδαφος, ενώ ο Μίκης ειδικά έχει πλέον ακυρωθεί ως ισχυρός καταλύτης ανάλογων κοινωνικών και κομματικών ζυμώσεων. Η προ μηνός νέα του απόπειρα από κοινού με το Μ.Γλέζο, πέρα απ’ την κατάδειξη του ασίγαστου της σπίθας του, είχε απροκάλυπτα όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που ο ίδιος είχε ονομάσει τραγωδία προηγουμένως. Η νέα κίνηση, η Ε.ΛΑ.Δ.Α. ως Ενιαία Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση, με τον αριστερό-μετωπικό χαρακτήρα της περί τον ΣΥΝ, τους διάφορους παράγοντες να συμ-περιφέρουν εκεί τη ματαιοδοξία κι απολιτικότητά τους, τις αυτοκαταγγελόμενες εσωτερικές διαδικασίες και τα τι είχες γιάννη-τι είχα πάντα, όλα αυτά τέλος πάντων που δε χρειάζονται αναλυτικά να ειπωθούν, αυτά είναι η Ελλάδα του αριστερού αδιεξόδου, και στην Μίκεια εκδοχή της.
Στη θετική πλευρά των λυπηρών αυτών εξελίξεων, πάντως, μπορούμε να δούμε καθαρά το τέλος του αριστερού επιστημονικού εθνικολαϊκισμού, ένα τέλος που είχε προ πολλού καταγραφεί στα αριστερά κομματικά δρώμενα και που τώρα καταγράφηκε και μέσα απ’ τη σπίθα ενός κορυφαίου (διεθνώς) και κομματικά αδέσμευτου αριστερού, του μεγάλου μας Μίκη. Υπογραμμίζεται έτσι ότι το πολιτικό στοίχημα, για ένα (εμπειρικό) λόγο παραπάνω, δε μπορεί να είναι αριστερό, αλλά δημοκρατικό.
Θα πει κανείς εδώ. Τι απομένει απ’ τη Μίκεια υπέρβαση και πρωτοπορία αν όλα αυτά έχουν έτσι ; Κι όμως, δε θέλει πολύ κλικ-κλικ, αν σταθείς στο κατάλληλο θεωρείο. Τα όσα λέει και πράττει η αριστερά είναι εξ υπαρχής άρες μάρες. Τα Σπιθικά αποτέλεσαν ένα ατελές ( κι αποτυχημένο ως εκ τούτου ) εγχείρημα απ-αριστεροποίησης του κοινωνικού αγώνα, δηλ. απαντήσεων καθ’ υπέρβαση της αριστεράς, υπέρβασης φυσικά εκ των άνω κι όχι εκ δεξιών. Αποτέλεσαν μια οργανική μα ανεπαρκή απόκριση στο κεντρικό πολιτικό και πολιτικοθεωρητικό ζήτημα κι ως τέτοια αποτελούν ποτήρι μισογεμάτο-μισοάδειο, σε καιρούς μεγάλης μα κι ασυνειδητοποίητης λειψυδρίας. Η Μίκεια πρωτοπορία συνίσταται στη μισογεμάτη απόκριση, στα πολιτικοθεωρητικά στοιχεία υπέρβασης της αριστεράς, που έχει καταθέσει στη διαδρομή του εως και τα Σπιθικά. Τα στοιχεία αυτά, ως στοχασμός και πρακτική, σπανίζουν διάσπαρτα στην ελληνική και διεθνή κοινωνία, όντας έτσι πρωτοποριακά και πολύτιμα παρά την ανεπάρκεια και τις αντιφάσεις τους. Τα Μίκεια όρια αφορούν ακριβώς την ανεπάρκεια κι αντιφάσεις των στοιχείων αυτών, την ελλειπή απ-αριστεροποίησή του, την αριστερή υποστροφή του.

11. Πτωχικά
Το τοπίο έχει πλέον την πτωχευτευτική του όψη, ιδίως στις μεγαλουπόλεις, και τίποτα δεν είδαμε. Λουκέτα και κατασχέσεις, συσσίτια κι άστεγοι, αυτοκτονίες και κατάθλιψη. Σχεδόν ένα στα δυό νοικοκυριά έχει 1 μόνο εργαζόμενο με φτηνό κι επισφαλές μεροκάματο να ζήσει τους άλλους, και 1 στα 7 νοικοκυριά δεν έχει κανένα εργαζόμενο. Κατά το Ινστιτούτο Ψυχ.Υγιεινής, το 50% των ελλήνων πάσχει πλέον από μελαγχολία και το 10% έχει συμπτώματα κλινικής κατάθλιψης.
Το κόστος ζωής το 2010-11, κατά τους υπολογισμούς μας, έφτανε τα 2.500 $Ε για 4μελές νοικοκυριό στην Αθήνα, για οριακή άνεση μικροαστικού επιπέδου σε ενοίκιο και με αναλογική ενσωμάτωση σπουδαστικών και μακρονοσηλευτικών βαρών. Το κόστος αυτό είναι μειωμένο ως και 20% στην επαρχία, αυξημένο ανάλογα στα νοικοκυριά με δάνεια, σπουδές, ή αρρώστιες, ενώ διαμορφώνεται ~ στο 80%, 60%, 40% αντίστοιχα για 3μελή, 2μελή και 1μελή νοικοκυριά. Η συμπίεση του εισοδήματος ως τα 3 / 4 του κόστους αυτού είναι οριακά ανεκτή, μεγαλύτερη όμως αφορά καθαρά τη ζώνη της φτώχιας και των σημαντικών στερήσεων, ενώ συμπίεση πέραν του ~ 50% αφορά τη ζώνη πλέον της εξαθλίωσης με έντονα προβλήματα σίτισης και υγιεινής. ( Αναφερόμαστε σε πραγματική φτώχεια, μετρημένη σε βιοτικές στερήσεις κι όχι σ’ αυτή που ορίζει η ΕΕ με οριο το 50% του μεσου κ.κ.ε. δηλ. τα ~ 15.000 $Ε κ.κ.).
Δεν έχω σχετικά στοιχεία, αλλά είναι φανερό ότι με πραγματικές εισοδηματικές μειώσεις της τάξης του 30% κμο. την τελευταία διετία (χωρίς τις επερχόμενες) πολύ μεγάλο μέρος των νοικοκυριών, ιδίως στις μεγαλουπόλεις, ζεί ήδη στη ζώνη της πραγματικής φτώχειας κι ένα σημαντικό μέρος του στη ζώνη της εξαθλίωσης. Όπως είναι φανερή και η ανάγκη μεταβιβάσεων απ’ τα άνετα εισοδήματα ( όχι μόνο απ’ τα μεγάλα κι ασύλληπτα, αλλά κι απ’ τα απλώς άνετα ) στα εξαθλιωμένα, η ανάγκη να αποσβεσθεί η βιαιότητα της υποχρεωτικής προσαρμογής σε νοικοκυριά με ανειλημμένα βάρη, και η ανάγκη υπομονής κι αισιοδοξίας σ’ όλη τη ζώνη της φτώχιας, όπου μάλιστα η σοφή παροιμία συνιστά καλοπέραση – οι ελληνοπαρέες ξέρουμε ότι δεν εννοεί την ελληνάδικη.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση Παπαδήμου – μια κούπα Πασοκ, λίγο ΝΔ, λίγο Ελλάς, λίγο Εοκ, λίγο Πολιτική, λίγο Λογιστική, Λάος μια πρέζα και Λαός όσο πάρει – ανέλαβε, απέλυσε, εγγυήθηκε, υπέγραψε, ψήφισε, διέγραψε, και τελικώς κατέγραψε κάτι. Αιώνα παρα 1 χρόνο πριν, 21.2.1913, τα πήραμε τα Γιάννενα, που λέει κι ο Σουρής, και τώρα 21.2.2012 τα πήραμε τα δάνεια – στοιχειώνεις κι απορείς.
Η άσπρη αλήθεια είναι ότι το Γιουρογκρούπ της 21.2. στήριξε ισχυρά την Πτωχοελλάδα και την Ευρωελλάδα, στέλνοντας ταυτόχρονα παντού, στρατηγικό μήνυμα ευρωενότητας και ευρωπορείας. Απώθησε καζινοCDSάδες, κούρεψε τραπεζίτες, αλάφρυνε ~ 110, πακετάρισε ~ 130 ως το 15, δεσμεύθηκε για νέο πακέτο μετά το 15, (υπο)επιτόκισε 2-3%, κι ανέλαβε σε ευρωδιακρατικό επίπεδο τα ρέστα οφειλόμενα για αποπληρωμή μεσ’ σε 30 χρόνια.
Η ασπρόμαυρη αλήθεια είναι ότι αυτά όλα, ισχύουν μόνον εάν συμμαζευτούμε (τρέχοντας) απ’ το γλυκό σκόρπισμα, κι άμα τακτικά μεριάζουμε σε χωριστό ταμείο τα χρωστούμενα προς τα οποία και κατευθύνεται το μισό πακέτο των 130, κι άμα κάνουμε μόνιμη γραμματεία φοροεισπράξεων αντί για γραμματείες περαιώσεων, κι άμα επίσης (οϊ-οϊ μάννα μου) ρίξουμε τα μεροκάματα ώσπου να ‘χουν ζήτηση απ’ όποιον έχει να παλαίψει κάτι στην παραγωγή κι όχι στην αδεδύ, κι άμα τέλος ρίξουμε τα πολιτικάντικα και γραφειοκρατικά ώστε αυτός ο κάποιος να μη τρακάρει σε μιζέριες και μίζες μα ούτε μισοποταμίς να του προκύψει ελληνοκλαδική σαρπράϊζ, κι άμα τέλος δεσμευτεί ο κόσμος όλος ( δηλ. ΚΔ-ΚΑ, δυστυχώς, όχι ο απόκοσμος) ότι τούτα θα τηρηθούν .

12. Αγκάθια και συνέχεια

Η μαύρη αλήθεια είναι ότι παραμένουν 3 μεγάλα αγκάθια. Το ένα είναι ότι PSI-ξεPSI, το 2020 θα απομένει χρέος 120% του ΑΕΠ, αφού το φρεσκοκουρεμένο θα (ψιλο)φορτώνει στο δρόμο όπως φόρτωνε και μέσα στη διετία της πτώχευσης και του «δεν έχω, αλλά όπου αγαπάω το δίνω». Τέτοιο νούμερο ουσιαστικά δεν είναι βιώσιμο, ιδιαίτερα για την ελληνική χαμηλή παραγωγικότητα, και θα κρατά σε ομηρία χρεωκοπίας επί μακρόν τη χώρα έως κάποιο νέο κούρεμα, ίσως μέσα σε ομαδικό κομμωτήριο που θα χρειαστεί προοπτικώς πολύς κόσμος, μαζί και ο πιο προκομμένος.
Το δεύτερο είναι ότι, ναι μεν σωστό κι απαραίτητο το στρώσιμο και η περίφραξη και το όργωμα, αλλά η σπορά και η φροντίδα κτλ, δηλ. οι επενδύσεις, θέλουν και ρευστότητα κι εδώ υπάρχει ένα θέμα. Βέβαια το μισό άνω πακέτο ( το άλλο μισό πάει σε χρεωλύσια ) είναι γι αυτό το σκοπό, κυρίως μέσω των ελληνικών τραπεζών που θα λάβουν το 1/3 του πακέτου. Οι πιο οικονομολόγοι επιστημονικότατα φαίνονται κι αποφαίνονται – δε φτάνουν ρε Μερκοζί, δώσε κι άλλα. Οι Μερκοζί - έχουν τραβήξει και ξενύχτια τελευταία κι έχουν και νεύρα - απαντούν με χαρακτηριστική γοτθογαλατική ευγένεια, ρε άντε πάγαινε από κεί, καραγκιόζη, απορρούφα πρώτα τα έτοιμα και καθούμενα του ΕΣΠΑ, για δουλειές εννοείται αφού κάνεις και τον οικονομολόγο και σχεδιαστή, αν ήταν για απλό μοίρασμα θα γίνονταν μπουχός σε μια προ ημερησίας διατάξεως συνεδρίαση της βουλής. Και που ‘σαι, η αφορολόγητη εκάλη σας τα ‘ χει στην Ελβετία.
Μετά τις νεοφιλελεύθερες αυτές προσβολές, οι Ελβετόψυχοι ( που λέει κι ο Πανούσης ) αφού διαμαρτυρηθούν και καταγγείλουν την επέμβαση στα εθνικά ζητήματα μουρμουρίζουν αποφασιστικά - «άστα ‘κεί, που να μπλέκω με σας», κι αν είναι να μπλέξω, πρώτα φώς αλλοιώς πάω Βουλγαρία. Εδώ επεμβαίνει ο Βενιζέλος ( ο παρασυρμένος κι άτυχος, που λέει κι ο Μίκης) σε συγκροτημένη και γλαφυρή ημίωρη παρέμβαση για να πεί «σας παρακαλώ, Ελβετέλληνες και σεις Ευρωτσολιάδες, φέρτε τα και ‘γω είμαι εδώ». Πέρα, απ’ το ιλαρό του πράγματος, το θέμα ρευστότητας έτσι έχει περίπου, δηλαδή είναι ένα σοβαρό αγκάθι, σε τίνος όμως το μάτι ;
Το τρίτο αγκάθι είναι ότι, πέρα απ’ τα εισαγόμενα ή επανεισαγόμενα (στρώσιμο και ρευστότητα), κάτι πρέπει να κάνει, αφού πρώτα σκεφτεί κάτι να κάνει, κι ο εγχώριος εργαζόμενος – τι διάολο να κάνει, μήπως περπατάει τίποτις, πώς να το κάνει, με τι να ξεκινήσει, δε φτάνουν, πώς ν’ αφήσει τα που ‘χε μάθει, που να μπλέξει, πώς να ζήσει στο μεταξύ, έχει και δάνειο, είναι και το παιδί φρικιό, που να ξεκουβαλάει, τι να εμπιστευθεί, τα νοίκια ακούνητα, ποιόν να ρωτήσει, πάλι απεργούν, 3 μήνες για ένα κωλόχαρτο, επιταγές σαν ελληνομόλογα, κι αυτοί δίκιο έχουν, κωλοκάναλα, ρε μια απλή και σίγουρη δουλειά ζητώ, λίγα ψίχουλα ρε κι όχι πλούτη και παλάτια σαν τις προάλλες, πού γυρνάς, δεν είναι αρμόδιο το ΚΕΠ, ρε δεν είμαστε κράτος, άνθρωπος είμαι και ‘γω, ο Καρατζαφέρης τα λέει καλά, μας έχουν μπερδέψει όλοι, για το καλύτερο αγωνίζομαι, πάω στην Τράπεζα τίποτα, πάλι ΤΕΒΕ γαμώτο, αυτοί φταίνε, ήρθαν και τα τέλη, τι θα γίνει εν τέλει ; Το αγκάθι αυτό, είναι να μπούν όλα αυτά σε σειρά να βγάλουν νόημα όλα μαζί απ’ το κρυμμένο του καθενός – εκτός και δεν είναι αυτό το ζήτημα και φταίει ο αόρατος καπιταλισμός που το κρύβει. Αγκάθι λοιπόν και τριβόλι, δηλ. με 3 πλευρές. Κάποιος να πάρει τα σκόρπια μεγάλα δίκια μέσα απ’ τ’ άδικα, κι από χάβρα να τα κάνει κοινό λόγο και συνενόηση και στήριξη κι εμπιστοσύνη με έλεγχο και λογαριασμό και πολιτεία. Κάποιος να πιάσει να μοιράσει το υστέρημα, όχι στα ίσα, μα ίσα-ίσα ανθρώπινα, δηλ. για την επιβίωση αλλά και για την πίστη και την ελπίδα και τη δημιουργία. Κάποιος να πάρει μολυβόχαρτο να μετρήσει και να σχεδιάσει – όχι παπαγαλία τα κολλεγιακά, μα σαν παιδί που το σπούδασε η κοινωνία και τη νοιώθει και την ακούει και τη μεταφράζει στα μπροστά, και πάλι με το αζημίωτο, μα όχι νταβατζιλίκι – να φωτίσει νού και προσπάθειες. Αυτός ο κάποιος, μπορεί να μείνει ευχή ή να απαιτηθεί πολιτικά απ’ την κοινωνία ν’ αναστηθεί, ως νέο, δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.
Αν όλα γίνουν, και η άλλη ανάπτυξη πάρει μπρος, και διεθνώς το γκρεμίζω-χτίζω αναζητήσει δρόμο χωρίς καταστροφή, με 2-3 % το χρόνο σε 20 – 30 χρόνια η χώρα θα ορθοποδήσει – στην ουσία θα ορθοκεφαλίσει άμεσα, θα ζήσει ανθρώπινα κι αισιόδοξα κι αξιωτικά και δόξα τω θεώ την ίδια της τη ζόρικη ανόρθωση. Λέμε, αν… Μα πώς να γίνουν όλα τούτα θα πεί κανείς, και πολύ δίκιο έχει, κι αν δεν αρχίσουν σύντομα να γίνονται, όλα θα συνεχίσουν ανάποδα, εξυγιαντικά κι εθνικολαϊκά. Μα πάλι λέω ότι αφού κάμποσα τα έχει η μετριότη μου, πολιτικά και διαρθρωτικά, σίγουρα θησαυροί υπάρχουν σ’ αυτό τον τόπο – κάτι να τους βγάλει μπροστά, ένα γκρεμίζω-χτίζω πολιτικό σύστημα.
Εκλογές εν όψει κι αναδιατάξεις μέσω κατακερματισμού κι ανατροπών στο πολιτικοκομματικό σκηνικό – ας μη μπερδευόμαστε, άλλο πράγμα είναι το πολιτικό σύστημα-μανωλιός που φοράει τα διάφορα σκηνικά ανάλογα τον καιρό. Το Πασόκ είναι εδώ με κάθε τρόπο μειοψηφικό, ως το ποσοστό του σκληρού του πυρήνα, του μεσοστρωματικού-κρατικοδυναμικού, έχει να αποκαταστήσει τα εσωτερικό ρήγματα με ΔΕΚΟ κι ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, έχει να εκλέξει και το Βενιζέλο μετά τα αποκριάτικα, ο Στέφανος επιμένει και στην υποψηφιότητα όσο και στα αντιμνημονιακά, πάντα τα μισά τα είχε.
Εν όψει εκλογές, σπρώχνει ο Γιώργος να τις καθυστερήσει με ψευδεξεταστικές για το ψευδέλλειμμα που μαγείρεψε ο ίδιος, μα πόσο να τις καθυστερήσει, νέα συγκυβέρνηση μετεκλογικά – γομάρι έχει ειπωθεί, προσεχώς σαμαρωμένο και ο Παπαδήμος φάντης, ίσως απαραίτητος στα νέα γιουροξενύχτια του καλοκαιριού. Η ΔΗΜΑΡ δε θα συμμετάσχει, λέει, θα ‘χει ενδιαφέρον να κρεμαστεί η κατάσταση στον έρωτά της, κάθε συνεπής αριστερά ακριβώς αυτό φοβάται, μην τη χρειαστεί κανείς. Ο Γιώργος δήλωσε ότι δεν είναι Καραμανλής και θα είναι παρών, δηλώσεις του Γιώργου, μπορεί να ‘χουν και βάση. Τα αγκάθια πάντως θα είναι παρόντα, μαζί και η φτώχεια να βαθαίνει και νέα μέτρα όσο τ’ αγκάθια απαξιώνουν τα προηγούμενα.
Αντιπολίτευση ντούρα, αντισυστημική, όχι αντιπολίτευση στ’ αγκάθια μα για υψηλό σκοπό, για προοδευτικούς συσχετισμούς κατά του μαύρου μνημονιακού μετώπου. Αγνοια θανάτου κρυμμέμη σε πρόσκαιρα αριστερά διψήφια ποσοστά ΔΕΚΟ και συναφών, εκεί και οι αδιάβαστοι καλοσοσιαλιστές, περαστικοί, καλόπαιδα που ζητούν αδιάβαστοι να απαγγιάσουν και να βρούν νόημα στο τώρα και το αύριο – δε γίνεται ρε παιδιά αδιάβαστο κι ακοινώνητο το θαύμα, οδηγεί σε ΠΑΜΕ και σε Σπάμε και στην καλύτερη οδηγεί σε ΔΕΚΟ χρεωκοπία. Κομματάκια να μπαζώσουν τα ρήγματα – δημαράδες και καμμένοι και βάλε - 8κομματική ίσως βουλή, αφού τόσες πολλές λύσεις και προτάσεις ασφυκτιούν στις ουρές του συσσιτίου.
Η «πολιτική τάξη» ( άλλο και τούτο πάλι, βάρβαρο κι αποκαλυπτικό ) σε στοίχημα αναπαλαίωσης, κι ο πρόεδρος που είχε γνωματεύσει προ διετίας ότι την κρίση τη δημιούργησαν οι τράπεζες, έχει εκχωρήσει το μισθό του, ψηλότερο του Ομπάμα. Η κοινωνία σε στοίχημα επιβίωσης και υπέρβασης, χωρίς οδηγούς, μα με μεγάλο κοινό σε παγκόσμια πρώτη διαρκείας - δήμαρχοι ξένοι εκχωρούν τους μισθούς τους, με 1100 χαλάν την πιάτσα της ΚΕΔΚΕ, πλατείες του κόσμου απέναντι στη ΓουώλΣτρητ και δίπλα στο νέο σύνταγμα, η οικουμένη όλη άλλη μια φορά ανακατεμένη απ’ τη χώρα αυτή την ανακατεμένη, η οικουμένη σε αναζήτηση εξιλέωσης και φωτός και δημοκρατίας, η Διανόηση της χώρας που είναι ;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου